Λένε, πως αν ουρλιάξεις ένα βράδυ από το παράθυρό σου πάντα κάποιος θα σου απαντήσει. Με ένα αντίστοιχο ουρλιαχτό που σε καθησυχάζει πως δεν είσαι μόνος εκεί έξω. Δεν είναι σκηνικό από ταινία τρόμου, ούτε λυκάνθρωποι που σεληνιάζονται υπό το φως της πανσελήνου, μήτε συναγερμός για επερχόμενη καταστροφή. Υπάρχει μια ξεχωριστή παράδοση στη Σουηδία, αν βρεθείς να σεργιανίζεις σε κάποιες γειτονιές της τα βράδια, όπου ακούς κραυγές να διαπερνούν τη βαθιά σιωπή της νύχτας.

Είναι φοιτητές που ξορκίζουν το μέσα τους. Που μοιράζονται φωναχτά όσα κούρνιασαν στην άπειρη ακόμα καρδιά τους. Το καθιερωμένο νυχτερινό ραντεβού μιας ανεπίσημης φοιτητικής διαλέκτου. Είναι αυτή η χαρακτηριστική άσβεστη φλόγα που καίει στις νεανικές καρδιές, τσουρουφλίζει τα σωθικά τους, καθώς δεν έχουν μάθει ακόμα να την εξημερώνουν, να τη σβήνουν, όπως συμβαίνει στους περισσότερους καθώς μεγαλώνουμε. Είναι το Flogsta scream.

Στη γειτονιά της Flogsta στην Ουψάλα, μια φοιτητούπολη, κάθε βράδυ στις δέκα, οι φοιτητές ανοίγουν τα παράθυρα τους, βγαίνουν στα μπαλκόνια ή τις ταράτσες και ουρλιάζουν. Όσο πιο δυνατά μπορούν. Οι κάτοικοι εκεί είναι εξοικειωμένοι, γνωρίζουν καλά πως η παράδοση τηρείται. Για δευτερόλεπτα έως και αρκετά λεπτά, αδειάζουν τα πνευμόνια τους και μαζί την πίεση που αισθάνονται να καταχωνιάζει στο στέρνο τους. Είναι ένα συλλογικό ραντεβού που δίνουν άτυπα μεταξύ τους, μια συλλογική κραυγή προς τον σκοτεινό ουρανό.

Η πραγματική ιστορία και εξήγηση πίσω από την ιδιαίτερη αυτή παράδοση δεν είναι ξεκάθαρη. Ο μύθος λέει πως ξεκίνησε τη δεκαετία του εβδομήντα ή ογδόντα από φοιτητές που έψαχναν τρόπο να εκτονώσουν το άγχος τους κατά τη διάρκειά της εξεταστικής περιόδου. Μια πιο ανατριχιαστική εκδοχή είναι πως ξεκίνησε ως φόρος τιμής σε έναν συμφοιτητή που αυτοκτόνησε. Αν και φαινομενικά πρόκειται για ένα κάπως περίεργο έθιμο, στην πραγματικότητα είναι μια σημαντική τελετουργία. Μια προσωρινή ένωση ανθρώπων που παλεύουν να μην καταρρεύσουν από την πρωτόγνωρη πίεση με την οποία έρχονται αντιμέτωποι στον καινούργιο κόσμο που ανοίγεται μπροστά τους, με τις συνθήκες και τις απαιτήσεις της ενήλικης πια ζωής.

Η αμφιλεγόμενη Scream therapy είναι μια ιδέα του ψυχοθεραπευτή Arthur Janov που μας σύστησε τη δεκαετία του εβδομήντα. Την ιδέα πως η κραυγή έχει θεραπευτικά οφέλη. Υποστηρίζει πως τα καταπιεσμένα συναισθήματα προκαλούν ψυχολογικά προβλήματα. Η θεραπεία μέσω της κραυγής είναι μια πρωταρχική παρόρμηση που μας τοποθετεί στην παιδική κατάσταση που κρατάμε καταπιεσμένο τραύμα.

Τα παιδιά δε φιλτράρουν όταν νιώθουν το οτιδήποτε και το ξεσπάνε, το ‘βγάζουν’ εκείνη τη στιγμή. Στην πρωταρχική θεραπεία κραυγών, λοιπόν, απελευθερώνουμε αυτά τα παγωμένα συναισθήματα, τους δίνουμε φωνή. Αυτό οδηγεί σε εκτόνωση, αποσυμπίεση και τελικά, έστω στιγμιαία, λύτρωση.

Τη στιγμή που δεν μπορούμε πια να δαμάσουμε όσα μας έχουν γίνει αφόρητο βάρος, υποχρεώσεις, σκέψεις, μια καθημερινότητα που μας κάνει να λυγίζουμε. Τότε θέλουμε, βασικά γίνεται ζωτικής σημασίας, να ξεσπάσουμε όσα κρατάμε μέσα μας. Τη θλίψη, τον θυμό, την απογοήτευση, την καταπίεση, το άγχος. Ποιος από εμάς δεν επιθυμούσε, κάποια στιγμή ή και πολλές στιγμές στην ύπαρξή του, να βρεθεί στην κορυφή ενός βουνού και να ουρλιάξει ελεύθερα στο απέραντο; Για όσα μας κατακλύζουν και αποδυναμώνουν, για όσα μας οδηγούν σε καταστροφικές συνέπειες για την ψυχική και σωματική υγεία. Για όλα όσα μας ασθενούν, μας μεταμορφώνουν σε όντα μίζερα και δυστυχισμένα. Και τελικά ξεσπάσαμε πάνω στο μαξιλάρι μας, μηδαμινή αποφόρτιση, ίσα να συνεχίσουμε.

Έχει ενδιαφέρον να αναφέρουμε πως ανά τον κόσμο, ειδικά μετά την πανδημία που η θεραπεία μέσω της κραυγής ανέβηκε σε δημοτικότητα, έχουν δημιουργηθεί ομάδες ανθρώπων οι οποίοι συναντιούνται για ομαδική Scream therapy. Αρκετές μαρτυρίες ανθρώπων που δοκίμασαν να ‘θεραπευτούν’ με αυτόν τον τρόπο λένε πως τους βοηθάει πολύ. Το συστατικό της σημαντικής προσέλευσης και επιτυχίας πιθανόν έγκειται στο γεγονός πως όταν υπάρχει μαζικό μοίρασμα και ένωση, όταν μαζεύονται πολλές μονάδες, τότε δημιουργείται αγέλη.

Το κίνημα δυναμώνει, γίνεται ισχυρό και η ενέργεια που μεταδίδεται και διοχετεύεται εκτείνεται και απλώνεται παντού. Όσο περνούν τα χρόνια και μεγαλώνουμε, διαπιστώνουμε πως η σιωπή γίνεται η κυρίαρχη γλώσσα μας. Δε φωνάζουμε πια, κλείνουμε και μαζεύουμε τα πνευμόνια μας μόνο για τις απαραίτητες ανάσες που μας κρατάνε εν ζωή.

Αυτός ίσως είναι και ο λόγος που στη Flogsta οι δυνατές φωνές των νέων φοιτητών συγχωρούνται και είναι αποδεχόμενες. Κουβαλάνε αυτή την αθωότητα και την ελπίδα πως θα αλλάξουν τον κόσμο και την ροή της ζωής. Με μια κραυγή το βράδυ. Σε αυτή την μικρή παύση στα σκοτάδια, τα δικά τους και της νύχτας. Να ξυπνήσουν την πόλη. Τους κοιμωμένους. Να ακουστούν. Να φωνάξουν “είμαστε ζωντανοί”.

Άλλωστε, η σιωπή ανήκει στους νεκρούς. Κι όσοι πάψαμε να φωνάζουμε, μήπως να ενωθούμε για ένα Universal scream;

Συντάκτης: Pierrette Fortin