Υπάρχουν σχέσεις που μοιάζουν να έχουν τα πάντα: κοινές στιγμές, κοινές αναμνήσεις, αγκαλιές, ταξίδια, γέλια στα social media. Kι όμως, κάτι λείπει. Κάτι που κάνει την ψυχή να νιώθει γυμνή, απροστάτευτη, χαμένη. Είναι το αίσθημα του «μαζί αλλά μόνοι», μια αδιόρατη, ύπουλη μοναξιά που φωλιάζει μέσα στις πιο γνώριμες αγκαλιές, στις πιο υποσχόμενες σχέσεις, στις πιο ασφαλείς φαινομενικά φιλικές ή οικογενειακές συνδέσεις. Αυτή η αίσθηση ότι οι ψυχές δεν κουμπώνουν, δε συναντιούνται, ότι δύο άνθρωποι βρίσκονται ο ένας δίπλα στον άλλο, αλλά όχι πραγματικά μαζί.

Στην εποχή της απόλυτης συνδεσιμότητας, όπου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας βομβαρδίζουν με εικόνες ευτυχισμένων ζευγαριών και φίλων που απολαμβάνουν τη ζωή, η ευτυχία μοιάζει να μετριέται σε likes και χαμογελαστά emojis, και η εικόνα της ιδανικής σχέσης προβάλλεται σαν σκηνή από ταινία. Κι όμως, όσο πιο μαζί δείχνουν κάποιοι άνθρωποι, τόσο πιο μόνοι νιώθουν. Μια αίσθηση αποκοπής κατακλύζει όσους αδυνατούν να βρουν το δικό τους κουμπί σύνδεσης με τους άλλους. Δεν είναι έλλειψη παρέας, είναι έλλειψη ουσίας. Είναι η σιωπή που πέφτει βαριά στα δωμάτια, η απουσία πραγματικής επαφής στα βλέμματα, η απομάκρυνση που έρχεται ύπουλα και σκεπάζει τις σχέσεις σαν πάχνη.

Τι σημαίνει «μαζί αλλά μόνοι»; Πόσες φορές ακούστηκε ή ειπώθηκε αυτή η φράση;

Είναι εκείνο το ανεπαίσθητο, αλλά καταστροφικό κενό ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που τυπικά βρίσκονται κοντά, αλλά ουσιαστικά απέχουν τόσο που στην πραγματικότητα είναι άγνωστοι μεταξύ τους. Είναι το να μοιράζεσαι το ίδιο τραπέζι, αλλά όχι τις σκέψεις και τα συναισθήματα σου, να πρόκειται να φας με έναν άγνωστο που έτυχε να κάτσεις δίπλα του στο εστιατόριο. Να είσαι στο ίδιο κρεβάτι, αλλά να νιώθεις ένα ωκεανό απόστασης ανάμεσά σας. Να κρατάς κάποιον από το χέρι, αλλά να μη νιώθεις ζεστασιά.

Μπορεί να βρίσκεσαι σε μια σχέση, να έχεις φίλους ή να είσαι μέλος μιας κοινότητας, αλλά να νιώθεις ότι δε σε καταλαβαίνουν, δε σε ακούν ή δε σε εκτιμούν. Ο χρόνος κυλά, οι στιγμές χάνονται, οι συζητήσεις γίνονται όλο και πιο επιφανειακές, τα βλέμματα δε συναντιούνται. Το άγγιγμα ξεθωριάζει, η επικοινωνία συρρικνώνεται σε μονότονες ανταλλαγές φράσεων – «Πώς ήταν η μέρα σου», «Καλή, εσένα;», «Καλή κι εμένα». Και εκείνο το “καλή” είναι γεμάτο από όλα όσα δεν ειπώθηκαν.

Είναι πραγματικά ειρωνεία, να είμαστε τόσο απομονωμένοι στην εποχή που όλοι είναι “online”, όλοι είναι συνδεδεμένοι. Όταν λείπει η ουσιαστική επικοινωνία, όταν οι συζητήσεις εξαντλούνται σε επιφανειακά θέματα και αποφεύγονται τα δύσκολα, τότε ακόμα και η πιο φαινομενικά αρμονική σχέση μπορεί να είναι κενή, χωρίς ουσία.

Γιατί συμβαίνει αυτό;

Δεν είναι τυχαίο. Δεν είναι συγκυριακό. Είναι το αποτέλεσμα των ρυθμών που μας σπρώχνουν στην απόσπαση, της καθημερινότητας που μας διαλύει σε ρόλους, υποχρεώσεις, deadlines. Είναι το άγχος, η διαρκής προσπάθεια να φαινόμαστε λειτουργικοί, πετυχημένοι, αψεγάδιαστοι. Και μέσα σε αυτή τη διαρκή παράσταση, ξεχνάμε να είμαστε άνθρωποι, ξεχνάμε να είμαστε παρόντες, ξεχνάμε να νιώσουμε. Κι όλα αυτά μας πετάνε σε έναν αυτόματο πιλότο, όπου απλώς συνυπάρχουμε με τους ανθρώπους, χωρίς να επενδύουμε πραγματικά σε αυτούς.

Η τεχνολογία μάς έφερε πιο κοντά από ποτέ, αλλά όχι με τον τρόπο που ελπίζαμε. Οι οθόνες έγιναν προέκταση των χεριών μας, αλλά και τείχη που μας χωρίζουν. Τα likes αντικατέστησαν τις συζητήσεις, τα emojis έγιναν η φθηνή απομίμηση των συναισθημάτων. Κι όσο περισσότερο αποφεύγουμε την αληθινή σύνδεση, τόσο πιο πολύ βυθιζόμαστε στην απομόνωση.

Μια ακόμη αιτία είναι η συναισθηματική αποσύνδεση, είτε από φόβο, είτε λόγω έλλειψης προσπάθειας. Γιατί η αλήθεια είναι ότι η βαθιά σύνδεση με τους άλλους απαιτεί να ξεγυμνωθούμε, να δείξουμε τις αδυναμίες και τις ανασφάλειές μας. Κι αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Έτσι, επιλέγουμε την ασφάλεια της απόστασης, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι καταλήγουμε να νιώθουμε μόνοι μέσα στην ίδια μας τη σχέση.

Υπάρχει λύση;

Η απομάκρυνση δεν είναι αναπόφευκτη. Το “μαζί” δεν είναι μια κατάσταση που απλώς συμβαίνει – είναι κάτι που χτίζεται, που καλλιεργείται, που απαιτεί θάρρος, αυθεντικότητα και προσπάθεια.

Πώς μπορούμε να συνδεθούμε πραγματικά;

Το πρώτο βήμα για να ξεφύγουμε από αυτήν την κατάσταση είναι η συνειδητοποίηση. Να παραδεχτούμε ότι κάτι δε λειτουργεί, ότι δεν αρκεί η φυσική παρουσία για να υπάρξει πραγματική σύνδεση. Απαιτεί συνειδητή προσπάθεια και αλλαγή στον τρόπο που σκεφτόμαστε και συμπεριφερόμαστε. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν τρόποι να επαναφέρουμε τη σύνδεση:

Έπειτα, χρειάζεται να μιλάμε αληθινά. Όχι απλώς να λέμε λέξεις, αλλά να εκφράζουμε όσα μας βαραίνουν. Να τολμάμε να είμαστε ευάλωτοι, ατελείς, αληθινοί. Να αφιερώνουμε ποιοτικό χρόνο. Να αφήνουμε κάτω τα κινητά, να κοιτάζουμε τον άλλο στα μάτια, να δημιουργούμε στιγμές που μας ενώνουν πραγματικά.

Να ακουμπάμε. Κυριολεκτικά. Ένα άγγιγμα, μια αγκαλιά, ένα φιλί δεν είναι απλώς κινήσεις – είναι γλώσσα, είναι επικοινωνία, είναι ανάγκη.
Να έχουμε διάθεση για αλλαγή: Οι σχέσεις απαιτούν προσπάθεια και συνειδητές επιλογές. Αν πραγματικά θέλουμε να έρθουμε πιο κοντά σε έναν άνθρωπο, χρειάζεται να είμαστε διατεθειμένοι να αλλάξουμε κάποιες συνήθειες και να επενδύσουμε σε αυτή τη σύνδεση.

Το «μαζί αλλά μόνοι» δεν είναι μια ανίατη καταδίκη. Είναι μια συνθήκη που μπορεί να αλλάξει, αρκεί να υπάρχει η αμοιβαία θέληση να καλλιεργηθεί κάτι βαθύτερο. Γιατί δε χτίζεται με την απλή φυσική παρουσία, αλλά με την αληθινή αλληλεπίδραση, με το μοίρασμα του εαυτού μας χωρίς φόβο, με τη γενναιότητα να δούμε και να μας δουν όπως πραγματικά είμαστε. Αν αυτό δεν υπάρχει, τότε ίσως ήρθε η στιγμή να αναρωτηθούμε: θέλουμε απλώς κάποιον δίπλα μας ή κάποιον που να μας καταλαβαίνει; Γιατί στο τέλος της ημέρας, αυτό που όλοι αναζητούμε δεν είναι απλώς μια παρουσία. Είναι μια ψυχή που να αγγίζει τη δική μας, κάποιον που να μας κοιτάζει και να μας βλέπει πραγματικά, έναν άνθρωπο που να κάνει το σκοτάδι λιγότερο βαρύ.

Συντάκτης: Βαλεντίνα Λεωνίδου