

«Να μιλάτε. Να συζητάτε. Να λύνετε τα προβλήματά σας με τον διάλογο». Έτσι μάς έλεγαν (και λένε ακόμη). Και το προσπαθήσαμε. Και προσπαθούμε ακόμη. Πιστέψαμε και –παρά τη χαρακτηριστική αγριότητα των σημερινών ημερών– πιστεύουμε ακόμη πως μπορούμε –έχουμε δηλαδή την ικανότητα– να λύσουμε το όποιο πρόβλημα με την ανάπτυξη συλλογισμών, την παράθεση επιχειρημάτων, τον διάλογο.
Βρε, τι μυαλά φορούν καμιά φορά οι άνθρωποι!
Διότι, αγαπημένοι μου άνθρωποι, δε λύνονται όλα τα προβλήματα με τον διάλογο, σε αντίθεση με ό,τι μάς δίδαξαν και μάς έκαναν –καλόπιστα– να πιστέψουμε. Υπάρχουν φορές, που όσες ώρες κι αν σπαταλήσουμε στο να ανταλλάσσουμε επιχειρήματα, όση φαιά ουσία κι αν καταναλώσουμε, όσες λέξεις κι αν ξοδέψουμε, το πρόβλημα δε θα το λύσουμε.
Φανταστείτε τώρα να πεινάτε. Έχετε να φάτε τρεις ολόκληρες μέρες. Πεινάτε τόσο όσο δεν πεινάσατε ποτέ ξανά στη ζωή σας. Αλλά το φαγητό έχει στερέψει. Τα τρόφιμα καταναλώθηκαν. Τα σούπερ μάρκετ έκλεισαν. Καμία πηγή τροφής δεν είναι διαθέσιμη. Και έρχομαι εγώ –με ύφος χιλίων καρδιναλίων– και με ειλικρινή πρόθεση συμφιλίωσης, και σάς λέγω μετ’ αποφάσεως: «Ας το συζητήσουμε. Ας δούμε ποιο είναι το πρόβλημα». Και καθόμαστε όλοι μαζί –κι εσείς που πεινάτε, κι εγώ που είμαι χορτάτη (γιατί, ξέρετε, όπως γράφει και ο Λουντέμης, λιγότερο ενδιαφέρονται για την τραγωδία τους εκείνοι που την υφίστανται, παρά εκείνοι που τη βλέπουν) και συζητάμε για την πείνα σας.
– Πόσο καιρό έχετε να φάτε;
– Γιατί μείνατε νηστικοί τόσες μέρες;
– Ποιο θα ήταν το ιδανικό γεύμα για σας;
Κι άλλα τέτοια.
Όμως, αν εσείς πεινάτε, αλλά εγώ δεν έχω φαγητό να σάς δώσω, να χορτάσω την πείνα σας, και σάς εξηγώ ότι είμαστε αποκλεισμένοι, ότι η πρόσβαση στο φαγητό θα αργήσει ή σάς ψέγω για την επιλογή σας να βρεθείτε σε αυτήν τη δυσμενή θέση αφαγίας και σάς προτρέπω να ενδυθείτε την αρετή της υπομονής– θα λύσω το πρόβλημά σας; Θα κορεστεί η πείνα σας;
Ασφαλώς και όχι.
Επομένως, παρ’ όλο που με κάθε καλή πρόθεση έκανα αυτή –την όποια– συζήτηση μαζί σας, η ανάγκη σας παραμένει ανικανοποίητη. Εσείς ακόμη πεινάτε κι εγώ σάς ταΐζω φρούδες ελπίδες σωτηρίας. Διότι αυτό είναι τελικά ο διάλογος. Μία ελπίδα σωτηρίας και όχι η σωτηρία αυτή καθ’ αυτή.
«Έλα να συζητήσουμε», σού λένε. Και πας, θεωρώντας πως η τραγωδία σου –γιατί ως τέτοια αντιμετωπίζεις κάθε μικρό ή μεγάλο πρόβλημα που σού χτυπά την πόρτα– έλαβε τέλος. Φευ. Ξέρετε, καμιά φορά οι άνθρωποι –ιδίως οι πιο γραμματιζούμενοι– τείνουν να εξυμνούν την αξία του διαλόγου και να εμμένουν σε αυτόν. Ο διάλογος, λένε και κουνούν επιδεικτικά το δάχτυλο, είναι ο μόνος τρόπος να λύσεις το πρόβλημά σου· πρακτικό, συναισθηματικό, προσωπικό, εγχώριο ή διεθνές.
Όμως, απελπιστείτε: καμιά φορά την πατάνε ακόμη και οι πιο γραμματιζούμενοι. Διότι η συζήτηση και ο χιλιοβραβευμένος και ξακουσμένος διάλογος δεν είναι πανάκεια. Συνιστούν την αναγκαία, αλλά όχι την ικανή συνθήκη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων μας. Δε λύνονται, παιδιά, όλα τα προβλήματα με τον διάλογο– μην κοροϊδευόμαστε και, κυρίως, μην κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας, γιατί εκεί είναι που την πατάμε οι περισσότεροι.
Υπάρχουν προβλήματα, που τα αίτια δημιουργίας τους είναι τόσο φανερά, τόσο πασιφανή, τόσο εξόφθαλμα –πόσα συνώνυμα θέλετε να χρησιμοποιήσω;– που δε χρειάζεται καν να τα συζητήσουμε. Γιατί ακόμη κι αν τα συζητήσουμε μερόνυχτα ολόκληρα, λύση δε θα δοθεί. Γιατί, όταν πεινάω, θέλω (και πρέπει) να φάω. Αυτή είναι η μοναδική λύση στο πρόβλημά μου: το φαγητό. Ούτε το νερό, ούτε τα κανακέματα, πολλώ δε μάλλον τα επιχειρήματα και οι συζητήσεις. Όλα αυτά είναι φιλολογικοί ρομαντισμοί και απροσανατολισμός.
Βλέπετε εσείς να έχει ευοδώσει καμιά από τις πλείστες διεθνείς συζητήσεις για τον πόλεμο, το μεγαλύτερο και πανανθρώπινο πρόβλημα όλων των καιρών; Πόσα πρακτικά έχουν γραφτεί, πόσες ώρες έχουν σπαταληθεί, πόσοι άνθρωποι έχουν χαραμιστεί στο να συμμετέχουν σε συζητήσεις και συνέδρια για τη λήξη του (όποιου) πολέμου;
Τα προβλήματα, όλα τα προβλήματα, απαιτούν λύσεις δραστικές– όχι συζητήσεις και εμπλουτισμένους διαλόγους. Οι προβληματισμοί, ίσως και να επιδέχονται συζήτηση. Τα προβλήματα, όμως, όχι. Ζητείται λύσις, όχι ελπίς.