Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, μία από τις φράσεις που κυριαρχούσε ήταν πως «η σιωπή είναι χρυσός». Τότε, η αλήθεια είναι πως δεν μπορούσα με το παιδικό μου μυαλό να κατανοήσω γιατί κάποιος να σιωπά, γιατί οι ενήλικες επιλέγουν να μη μιλάνε απέναντι στην αδικία, στο ψέμα ή στην κοροϊδία. Έλεγα, μέσα μου, πως κάποιο δίκιο θα έχουν, μεγάλοι είναι άλλωστε, ξέρουν αυτοί. Περνώντας τα χρόνια, όμως, ξεκίνησα να κατανοώ πόσο λάθος είναι τελικά αυτή η φράση. Πόσο κακό μπορεί να δημιουργήσει στις σχέσεις, στην κοινωνία αλλά και στον καθένα μας ξεχωριστά, που επιλέγει συνεχώς τη σιωπή, διότι θεωρείται χρυσός.
Ας πιάσουμε τα πράγματα όμως από την αρχή: οι άνθρωποι που επιλέγουν να σιωπούν είναι συνήθως όσοι δε θέλουν να εμπλακούν σε διαφωνίες και καβγάδες. Θα τους ακούσεις να λένε «καλύτερα να μη μιλήσω γιατί θα παρεξηγηθούμε», και στο τέλος η παρεξήγηση γίνεται παρόλο που έχουν διαλέξει τη σιωπή. Αυτό, διότι όταν σιωπάς, δίνεις τη συγκατάθεσή σου στους άλλους με έμμεσο τρόπο. Όταν δεν μπαίνεις στη διαδικασία να σηκώσεις ανάστημα και να πεις τα πιστεύω σου και όσα σε ενοχλούν, η άλλη πλευρά δεν μπορεί να γνωρίζει τι υπάρχει στις σκέψεις σου.
Η σιωπή είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη που η κοινωνία μας έχει περάσει σε ένα στάδιο σχεδόν απόλυτης αδιαφορίας, τολμώ να πω. Αδιαφορούμε για όσα συμβαίνουν γύρω μας κι ας γίνεται η καθημερινότητα ολοένα και πιο δύσκολη. Αδιαφορούμε για τα συναισθήματά μας, για την αδικία που υπάρχει, και το κυριότερο: έχουμε ξεκινήσει να αδιαφορούμε ακόμα και για εμάς τους ίδιους. Οι μέρες πλέον έχουν ξεκινήσει να γίνονται μια βαρετή, μονότονη ρουτίνα δίχως νόημα και σκοπό. Η αδιαφορία, από χρυσός που λέγανε κάποτε, φαίνεται πως έγινε φωτιά η οποία όχι απλώς μας καίει, αλλά μας έχει πάρει το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής: την επιθυμία για ζωή.
Ως κοινωνία τείνουμε να γινόμαστε, αργά μα σταθερά, μικρά ρομπότ τα οποία μετακινούνται από το ένα μέρος στο άλλο δίχως να εστιάζουν στο τι συμβαίνει γύρω τους. Μοναδικός σκοπός τους είναι η μετακίνηση από το σημείο Α στο σημείο Β και η διεκπεραίωση της Χ εργασίας που τους έχει ανατεθεί, μη λαμβάνοντας υπόψη κανένα εξωτερικό ή εσωτερικό ερέθισμα. Στο τέλος της ημέρας, επιτρέπουμε στους εαυτούς μας λίγη ξεκούραση χωρίς ουσιαστικές δεσμεύσεις, μόνο και μόνο για να ετοιμαστεί το σώμα για την ίδια διαδικασία της επόμενης μέρας. Μέσα σε όλο αυτό, η ψυχή δεν υφίσταται, μιας και η νέα «ρομποτική ρουτίνα» επιβάλλει την έλλειψη συναισθημάτων, επικοινωνίας και ισχυρών δεσμών.
Όλο αυτό δεν είναι ζωή. Είναι στην ουσία μια κατάσταση επιβίωσης, όπου δεν επιτρέπεται να υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από την πλήρη αδιαφορία, η οποία με τη σειρά της ενισχύει ακόμα περισσότερο αυτή την κατάσταση επιβίωσης. Εάν μπεις στη διαδικασία να παρατηρήσεις τον κόσμο γύρω σου καθώς περπατάς, θα δεις πως δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που είναι «ζωντανοί νεκροί». Πνιγμένοι μέσα στις σκέψεις της καθημερινότητας, δίχως να υπάρχει ίχνος ενδιαφέροντος για το τι γίνεται γύρω τους. Άνθρωποι οι οποίοι θεωρητικά θεωρούνται ζωντανοί, πρακτικά όμως έχουν πεθάνει από όταν έχασαν την επιθυμία για ζωή.
Για να προλάβω όμως όσους σκεφτούν πως είναι φυσικό και αναμενόμενο να υπάρχει αυτή η αδιαφορία, μιας και οι εποχές που διανύουμε είναι επιεικώς δύσκολες, θέλω να τονίσω σε κάθε τόνο πως αυτό δεν μπορεί να θεωρείται ως δικαιολογία για το ότι έχουμε χάσει τον ανθρωπισμό μας. Είναι πλήρως κατανοητό και σεβαστό πως όντως διανύουμε δύσκολες εποχές· η αδιαφορία, όμως, θα συνεχίσει να τις κάνει ακόμα δυσκολότερες. Μόνο σηκώνοντας ανάστημα απέναντι στην αδικία, εκφράζοντας τα πιστεύω σου και αιτιολογώντας την τοποθέτησή σου, οι δυσκολότεροι καιροί θα γίνουν ευκολότεροι.
Φτάσαμε σε αυτή την κατάσταση ως κοινωνία διότι ανέκαθεν θεωρούσαμε πως η σιωπή είναι χρυσός. Για να αλλάξει όλο αυτό είναι απαραίτητο να μιλήσουμε και να εκφραστούμε με υγιή και εποικοδομητικό τρόπο. Διότι αν συνεχίσουμε στην αδιαφορία και στη σιωπή, στο τέλος βλέπω να γίνεται πραγματικότητα το Matrix και να είμαστε απλά καθοδηγούμενες μαριονέτες.
