Η επίδραση της μουσικής στον ανθρώπινο εγκέφαλο έχει μελετηθεί εκτενώς και χρησιμοποιείται ως μέσο ψυχοθεραπείας σε διάφορους τομείς, όπως: η ψυχολογία, η ιατρική και η μουσικοθεραπεία. Πολλοί επιστήμονες έχουν διερευνήσει και το ενδεχόμενο η μουσική σε δυνατή ένταση ή σε συγκεκριμένες συχνότητες, να μπορεί να προκαλέσει το φαινόμενο του οργασμού. Το γεγονός αυτό συνδέεται και με την πρόσφατη είδηση που έκανε τον γύρο του κόσμου, όταν γυναίκα θεατής κατά τη διάρκεια του κονσέρτου της φιλαρμονικής του Λος Άντζελες ήρθε σε δυνατό οργασμό και προκάλεσε το ενδιαφέρον των παρευρισκόμενων. Σύμφωνα με τις αναφορές των Times, το εν λόγω περιστατικό συνέβη κατά τη διάρκεια της παράστασης της διάσημης 5ης Συμφωνίας του Τσαϊκόφσκι στο Μέγαρο Μουσικής Walt Disney στην Πόλη των Αγγέλων.

Καθώς το περιστατικό αυτό τράβηξε την προσοχή όλων, η αυτόπτης μάρτυρας Μόλι Γκραντ που εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσε την παράσταση υπέθεσε ότι το κορίτσι καλοπερνούσε, που λέμε, γεγονός που αποδεικνύεται από την αυξανόμενη ένταση της αναπνοής της και τις μικροκινήσεις του προσώπου της, σημειώνοντας και τη διακριτικότητα του συντρόφου της που την κοιτούσε και χαμογελούσε σαν να μην ήθελε να ντροπιάσει τη σύντροφό του· κάπου εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι παρ’ όλο που η ορχήστρα αντιλήφθηκε το γεγονός, αφού κάποια στιγμή υπήρξε μια δυνατή κραυγή απόλαυσης, συνέχισε να παίζει κανονικά.

Αρχικά, η έννοια του οργασμού θα έλεγε κανείς ότι συνδέεται μόνο με την επαφή. Χρειάζεται το άγγιγμα. Ωστόσο, ο οργασμός αναφέρεται επίσης στην αίσθηση έντονης ευχαρίστησης κι απελευθέρωσης που είναι κυρίως πνευματική διεργασία. Με βάση επιστημονικές μελέτες, έχει ανακαλυφθεί ότι η ακρόαση μουσικής μπορεί να προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις στον άνθρωπο, όπως: τρόμο, εφίδρωση, δάκρυα ή γέλια, αίσθηση σφιξίματος στο λαιμό, ρίγη, ακόμα και σεξουαλική διέγερση. Υπάρχουν άτομα που είναι παθιασμένα με τη μουσική σε βαθμό που τα συναισθήματα κι οι αντιδράσεις τους είναι τόσο βαθιά, που τα παρομοιάζουν με την εμπειρία ενός οργασμού. Σαφώς αυτό απέχει από την πρακτικότητα ενός οργασμού, αλλά αφού μπορεί να μας ερεθίσει, γιατί να μην μπορεί να μας κάνει και να τελειώσουμε;

Έχουν διεξαχθεί πολυάριθμες μελέτες στο παρελθόν για τη διάκριση των ειδικών ειδών μουσικής που προκαλούν αυτή την αίσθηση κι η κλασική μουσική έχει αναδειχθεί ως ένα από τα πιο διαδεδομένα στιλ. Υπάρχουν αρκετές θεωρίες που προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί νιώθουμε σεξουαλική διέγερση όταν ακούμε μουσική κι ένας από τους βασικούς παράγοντες που εμπλέκονται σ’ αυτή τη διαδικασία είναι η απελευθέρωση ντοπαμίνης στον εγκέφαλο. Ένα μοντέλο που εξηγεί την επίδραση του οργασμού στην εγκεφαλική δραστηριότητα δημιουργήθηκε από τον Dr. Adam Safron του Πανεπιστημίου Northwestern. Μέσα από τις σπουδές του, ανακάλυψε ότι η σεξουαλική δραστηριότητα επηρεάζει και συγχρονίζει τα νεύρα του εγκεφάλου με τον ρυθμό διέγερσης. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε: «Η σεξουαλική διέγερση μπορεί να προκαλέσει μια κατάσταση έντονης εστίασης στην αίσθηση, που οδηγεί σε έκσταση κι απώλεια αυτογνωσίας. Αυτή είναι μια μοναδική κατάσταση συνείδησης που δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω άλλων μορφών σωματικής διέγερσης». Ο Dr. Safron ανακάλυψε ότι η σεξουαλική κορύφωση, οι κρίσεις, η μουσική και ο χορός περιλαμβάνουν ρυθμικά ερεθίσματα που πλημμυρίζουν τα αισθητήρια κανάλια του εγκεφάλου. Ο συγχρονισμός αυτών των ερεθισμάτων είναι ζωτικής σημασίας για τη μετάδοση σήματος στον εγκέφαλο, καθώς οι νευρώνες είναι πιο πιθανό να πυροδοτηθούν όταν διεγείρονται επανειλημμένα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Εάν τα ερεθίσματα συνεχίσουν και διατηρούν σταθερό ρυθμό, ο συγχρονισμός εξαπλώνεται σ’ όλο τον εγκέφαλο, οδηγώντας στο αίσθημα της έκστασης.

Πολλοί άνθρωποι έχουν βιώσει την επίδραση της μουσικής στο σώμα τους, όπως τον ρυθμό της καρδιάς, την αναπνοή και την αύξηση της αίσθησης της ευεξίας. Μερικές φορές, η μουσική μπορεί να προκαλέσει αναταραχή και νευρικότητα, αλλά συχνά μπορεί να προκαλέσει ευχάριστη αισθητική εναρμόνιση κι ερεθισμό. Αυτή η ευχαρίστηση που προκαλείται από τη μουσική μπορεί να συνοδεύεται από μια αίσθηση χαλάρωσης κι ηρεμίας, ή ακόμη και μια αίσθηση μεθυστικού αναβρασμού. Ένα τέτοιο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι το διάσημο κομμάτι των Led Zeppelin «Whole lotta love» που κυκλοφόρησε το 1969 στον δίσκο «The song remains the same», όπου μπορεί κανείς να νιώσει την ένταση , όταν στο δεύτερο μισό του τραγουδιού ακούγεται στα φωνητικά μια γυναίκα να ουρλιάζει από ευχαρίστηση κατά τη διάρκεια του σεξ.

Η μουσική μπορεί επίσης να διεγείρει τα σωματικά συστήματα, όπως το νευρικό σύστημα, το αναπνευστικό σύστημα και το ανοσοποιητικό σύστημα. Οι μελέτες έχουν δείξει ότι η μουσική μπορεί να μειώσει τα επίπεδα της κορτιζόλης, ενός ορμονικού στοιχείου που σχετίζεται με την αντιμετώπιση του άγχους και της έντασης. Επίσης, έχει την ιδιότητα να ενεργοποιήσει τους θαλάμους του εγκεφάλου που σχετίζονται με το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου, το οποίο μπορεί να προκαλέσει μια αίσθηση ευχαρίστησης κι απελευθέρωσης. Σε ό,τι αφορά τη σύνδεση της μουσικής με τον ερεθισμό του σώματος, έχουν πραγματοποιηθεί πολλές μελέτες που έχουν δείξει ότι η μουσική μπορεί να μειώσει αλλά και να αυξήσει την αρτηριακή πίεση, τον παλμό και την αναπνοή. Μπορεί επίσης να επηρεάσει σημαντικά τη σεξουαλική απόδοση κι επίδοση, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι μπορεί να αυξήσει τη σεξουαλική ελκυστικότητα και τη διάθεση για σεξ.

Αντί επιλόγου: Ο οργασμός  είναι μια πολύπλοκη και πολυσύνθετη εμπειρία, που επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως η φυσική και ψυχολογική κατάσταση του ατόμου, η ερωτική συναισθηματική σύνδεση με τον σύντροφο, η διάρκεια του ερεθισμού και πολλούς άλλους παράγοντες. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η επίδραση της μουσικής στη σεξουαλική επίδοση και την απόλαυση διαφέρει ανάμεσα στους ανθρώπους και στις διαφορετικές περιστάσεις. Μερικοί, μπορεί να μην αντιδρούν στη μουσική, ενώ άλλοι μπορεί να απολαμβάνουν πολύ περισσότερο τη σεξουαλική επαφή με τη μουσική ως συνοδευτικό στοιχείο. Κι ενώ κανείς δε σου εγγυάται ότι μπορείς να έρθεις σε οργασμό ακούγοντας Τσαϊκόφσκι, ίσως να είναι κι ένας πολύ καλός λόγος να το δοκιμάσεις!

 

Συντάκτης: Ανδρέας Πετρόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου