Οι Πυξ Λαξ αναμφισβήτητα, αποτελούν ένα απ’ τα πιο διαχρονικά συγκροτήματα στην ελληνική ροκ σκηνή. Οι μελωδικές μπαλάντες που περιέχονται στους δίσκους τους και δημιουργούν αμέσως στο αφτί του ακροατή συναισθήματα ερωτισμού, νοσταλγίας, προσμονής, λύτρωσης, είναι κι ο βασικός λόγος που γεμίζουν στάδια με την ίδια θέρμη που τους ακολουθούσε ο κόσμος 20 χρόνια πριν. Το όνομά τους προέρχεται απ’ τα αρχαία ελληνικά και μεταφράζεται στη νέα ελληνική γλώσσα ως «γροθιές και κλωτσιές» αλλά για το αυτί μας θα ήταν πολύ πιο αντιπροσωπευτικό το «άγγιγμα και χάδι».

Τον Μάρτιο του 1996, οι Πυξ Λαξ κυκλοφόρησαν τον δίσκο τους με τίτλο: «Ο Μπαμπούλας τραγουδάει μόνος του τις νύχτες», όπου και γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία. Ανάμεσα στα κομμάτια του δίσκου ξεχωρίζουμε ένα, που κρύβει πάθος, μυστήριο και χαρμολύπη απ’ το πρώτο του χόρδισμα, ενώ οι στίχοι του είναι βγαλμένοι από μυθιστόρημα. Ο λόγος για το «Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο», που είναι κι ο τίτλος του ομώνυμου βιβλίου της Μάρως Βαμβουνάκη· μια ωδή στη ζωή και το ανεκπλήρωτο, μια ερωτική εξομολόγηση στη νοσταλγία. Η ίδια αναφέρει στο οπισθόφυλλο πως «η νοσταλγία είναι διεγερτική γιατί ο άνθρωπος ποθεί την αιωνιότητα. Αν δεν μπορεί να τη συναντήσει τραβώντας μπροστά, στρέφεται πίσω, αναζητώντας την αρχή του. Διαισθάνεται πως μονάχα σπάζοντας το φράγμα του χρόνου, του μέλλοντος χρόνου και του παρελθόντος, ίσως φτάσει στον χώρο τον άχρονο και να ειρηνεύσει.»

Οι στίχοι του τραγουδιού τώρα, θυμίζουν σκόρπιες λέξεις ενός ημερολογίου. Γράφτηκε μετά από παρότρυνση της τότε ακορντεονίστα των Πυξ Λαξ Δήμητρας Καραμπεροπούλου, στον Φίλιππο Πλιάτσικα, να διαβάσει το βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη. Όταν ο δεύτερος ολοκλήρωσε την ανάγνωση του βιβλίου, πήρε εκφράσεις και λέξεις που του δημιουργούσαν έντονες αισθήσεις νοσταλγίας, τις αποτύπωσε σε ένα χαρτί και σταδιακά άρχισε να τις συνδέει, δημιουργώντας έτσι το κολλάζ του τραγουδιού.

Κι έτσι, μέσα από μια άτυπη σύμπραξη γραφής και στιχουργίας, δημιουργήθηκε μια τομή στον χρόνο, δίνοντάς μας ένα από τα πιο αισθαντικά τραγούδια του συγκροτήματος. Ακούγοντάς το μπορείς να γευτείς αυτή τη γλυκόπικρη αίσθηση της ελπίδας που χάθηκε και της ανάμνησης που πια έχει κάτσει κάπου πίσω στο μυαλό κι επιτίθεται σε ανύποπτο χρόνο. Μπορείς να αισθανθείς αυτή την ανάγκη -όπως αναφέρει κι η Βαμβουνάκη για το βιβλίο της- ν’ αγγίξεις την αιωνιότητα, αφήνοντας το παρελθόν κι ό,τι έντονο κάποτε βίωσες να φύγει «για τον παράδεισο».

Στο ίδιο μοτίβο κινείται και το βιντεοκλίπ, που γυρίστηκε για το ομώνυμο τραγούδι λίγες εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του δίσκου, όπου παρουσιάζει διαφορετικές σιλουέτες ανθρώπων να περιφέρονται μόνοι ή σε ζευγάρια στη ζωή, παρακολουθώντας μικρές εκλάμψεις των ζωών τους κι όσα αυτή τους στέρησε. Άλλοι κρύφτηκαν σε σπηλιές χαμένων παραδείσων κι άλλοι δεν άντεξαν αυτό το ανεκπλήρωτο πάθος και χάθηκαν μακριά. Μερικές φορές, άλλωστε, ο έρωτας μάς απομακρύνει με τρόπο βίαιο, με πράξεις και σκηνές που δε θέλουμε να ζήσουμε, όμως χωρίς να μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, τις βλέπουμε να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας πολλές φορές.

Ένα τραγούδι για όλους εκείνους που παλεύουν καθημερινά για τον έρωτα κι ας τους απογοητεύει. Γιατί οι άνθρωποι κατηγορούμε κάποιον πολύ εύκολα, δύσκολα συγχωρούμε και στα πιο μεγάλα θέλω κάνουμε πίσω. Ίσως το τραγούδι αυτό, γράφτηκε για μας υπενθυμίσει ότι σπάζοντας το φράγμα του χρόνου, του μέλλοντος και του παρελθόντος, ίσως να κάνουμε γαλήνη μέσα μας. Ίσως…

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ανδρέας Πετρόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου