Μέρα νούμερο 1 κι ένα σύμπτωμα εμφανίζεται ξαφνικά από το πουθενά. Ένας πονόλαιμος ανεξήγητος ενώ μέχρι χθες ένιωθες μια χαρά, κάτι δεκατάκια με το θερμόμετρο να δείχνει γύρω στο 37.3, ένας πονοκέφαλος που σε ταλαιπωρεί όλη μέρα κι άλλα πολλά -λιγότερο ή περισσότερο συχνά.

Πού να τρέχω τώρα στο γιατρό, ας περιμένω πρώτα δυο-τρεις μέρες να δω πώς θα πάει, σκέφτεσαι. Η σκέψη σου αυτή σημαίνει είτε πως το σύμπτωμα δε σε τρόμαξε δα και τόσο πολύ, ώστε να σπεύσεις στο νοσοκομείο, είτε πως φοβάσαι τους γιατρούς και θα περιμένεις μέχρι τελικής πτώσεως πριν αποφασίσεις να επισκεφτείς έναν απ’ αυτούς. Αν εμφανίσεις οξύ πόνο στην κοιλιά, τόσο έντονο που να τον χαρακτηρίζεις πλέον ανυπόφορο, αν δεις ξαφνικά αίμα στα πτύελά σου, στα ούρα ή στις κενώσεις σου, αν αισθάνεσαι βάρος στο στήθος σε βαθμό που να δυσκολεύεσαι να αναπνεύσεις, καλύτερα να μην το συζητήσουμε καν και να ζητήσεις ιατρική συμβουλή το επόμενο κιόλας λεπτό.

Υπάρχουν όμως και συμπτώματα που  είναι όντως πιο ήπια και δε χρήζουν άμεσης ιατρικής αντιμετώπισης. Μπορεί αυτό που έχεις να μη σε τρόμαξε, δεν πάει να πει όμως πως δε σε ανησύχησε κιόλας. Ωστόσο, εσύ επιλέγεις να περιμένεις…

Μέρα νούμερο 2 και βλέπεις πως ακόμα να περάσει. Συνεχίζεται ή επιδεινώνεται, σε ενοχλεί το ίδιο ή και περισσότερο. Αποφασίζεις να γίνεις μικρός επιστήμονας και να βγάλεις μόνος σου τη διάγνωση. Εξάλλου, το διαδίκτυο παρέχει σήμερα πληθώρα πηγών πληροφόρησης, εύκολη γνώση κι άμεση πρόσβαση σ’ αυτή μ’ ένα μόνο κλικ.

Αν δεν το έχεις κάνει ήδη από τη μέρα νούμερο 1, κάπου εδώ έφτασε η χρυσή στιγμή που googlάρεις. Πατάς δυο-τρεις λέξεις, ίσα-ίσα για να περιγράψεις αυτό που αισθάνεσαι και ξαφνικά ανοίγεται μπροστά σου ένας νέος κόσμος.

Άνοιξεις βιαστικός το πρώτο άρθρο που θα βρεις, μα ούτε καν είδες πηγή, ποιος το έγραψε και ποτέ, αν αυτός που το έγραψε είναι γνώστης- ειδικός ή μιλάει από δική του εμπειρία, πόσο έμπιστο είναι πραγματικά το κείμενο που ετοιμάζεσαι να διαβάσεις.

Βλέπεις, λοιπόν, μια λίστα με παθήσεις στις οποίες μπορεί να εμφανιστεί το σύμπτωμά σου και ξαφνικά το απόλυτο χάος. Ποιο από αυτά άραγε να ισχύει στην περίπτωσή σου;

Ανάμεσά τους και παθήσεις που λέει πως είναι ιδιαίτερα σοβαρές, πως άπαξ και τις έχεις σου κάτσε λαχείο, πως δεν έχει βρεθεί ακόμα θεραπεία. Αυτό ήταν… Ο απόλυτος πανικός επικρατεί πλέον στο κεφάλι σου. Ήξερες πως κάτι δεν πάει καλά, μα πλέον επιβεβαιώθηκες. Το λέει ξεκάθαρα το Google, μπορεί και να πεθαίνεις…

Μέρα νούμερο 2.5-3 και αποφασίζεις επιτέλους να πας στο γιατρό, να σου βγάλει μια διάγνωση της προκοπής, να σου πει, ρε παιδί μου, πόσος χρόνος σου απομένει. Γυρνάς σπίτι ανακουφισμένος, μιας και τελικά η επιστήμη είχε προβλέψει να βρει θεραπεία στη δική σου, μέχρι προ-ολίγου ανίατη πάθηση.

Η πληροφορία στο διαδίκτυο είναι χαοτική, δυστυχώς δεν υπάρχει φίλτρο σε αυτά που γράφονται και δεν είναι επιστημονικά ελεγμένα. Αν αποφασίσεις να ανατρέξεις σε αυτό για κάποιο πρόβλημα υγείας που σε απασχολεί, φρόντισε πάντα η πηγή σου να ‘ναι έγκυρη, να μπεις σε κάποιο site που υπογράφει κάποιος γιατρός, ένας επιστήμονας που γνωρίζει καλά το αντικείμενο.

Και πάλι μην προσπαθήσεις να βγάλεις μόνος σου διάγνωση. Είναι υποχρεωμένοι να αναφέρουν και τη σπάνια πάθηση, ακόμα κι εμφανίζεται σε 1/1000 περιστατικά. Αποδέξου πως δεν είσαι γνώστης δεν είναι κακό να μη γνωρίζουμε τα πάντα, ο καθένας στον τομέα του και πως ο γιατρός έχει πίσω του 6 χρόνια μαθημάτων και άλλα 5-6 κατά μέσο όρο ανάμεσα σε βιβλία και όσο κι αν έχεις τη διάθεση να ασχοληθείς δε θα γίνεις μικρός γιατρός με μια αναζήτηση.

Να εμπιστεύεσαι μόνο τη δική του άποψη. Καλύτερα να πας στο γιατρό την πρώτη κιόλας στιγμή που θα εμφανιστεί κάτι που σε ανησυχεί, παρά να ακούσεις τη γνώμη φίλων, συγγενών και αγνώστων στο ίντερνετ που κατά πάσα πιθανότητα θα σε τρομοκρατήσουν.

Έτσι γίνεται η σωστή διάγνωση. Μετά από σωστή κλινική και εργαστηριακή εξέτασή σου από το γιατρό, εξατομικευμένα, καθώς αποτελείς μια περίπτωση μοναδική, διαφορετική από όλες τις άλλες και πρέπει να δώσεις στο πρόβλημά σου την ευκαιρία να το αντιμετωπίσεις όπως του αξίζει και όπως σου αξίζει.

 

Συντάκτης: Βασιλική Γ.
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα