Ξεκινώντας, θα ήθελα να παραθέσω κάποια λόγια μιας μεγάλης ποιήτριας που θα τεθούν σαν θεμέλια στο παρακάτω κείμενο. Η Κική Δημουλά είχε πει επακριβώς σε μια συνέντευξή της: «Εκείνος που κάνει τη μεγαλύτερη κατανάλωση της ελπίδας είναι ο απαισιόδοξος. Αλλιώς δε θα είχε τα κότσια να είναι απαισιόδοξος».

Τη συγκεκριμένη δήλωση βρίσκω σχεδόν προκλητικά ειλικρινή. Θα ξένισε και θα ξενίζει πολλούς απαισιόδοξους και πεσιμιστές για τη δόση αλήθειας που τολμά να εμπεριέχει. Όλοι μας, ουδενός εξαιρουμένου, ξυπνάμε, τρώμε, ζούμε κι υπάρχουμε με την ελπίδα. Ποια ελπίδα; Με την ελπίδα, αρχικά, να συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Δευτερευόντως, συνεχίζουμε να κάνουμε ό,τι κάνουμε με την ελπίδα για το καλύτερο, το βέλτιστο για εμάς. Οτιδήποτε ορίζει κανένας ως «καλύτερο». Είτε αυτό είναι να δούμε μια καλή ταινία, είτε να γίνουμε καλύτεροι σ’ αυτό ή αυτά που κάνουμε, είτε να βρούμε έναν έρωτα, είτε όλα αυτά κι άλλα πολλά μαζί. Μικρές, σιωπηρές ελπίδες χτίζουν ένα στρώμα ντοπαμίνης που μας δίνει κίνητρο για ζωή. Η ζωογόνος σημασία της ελπίδας είναι τόσο αναγκαία που καθίσταται συνηθισμένη και σχεδόν αγνοείται.

 

 

Ελπίζουμε χωρίς να το ξέρουμε. Ονομάζουμε τους εαυτούς μας απαισιόδοξους ελπίζοντας να έρθει κάτι να μας διαψεύσει. Είναι άκρως ειρωνικό, αλλά κι ανθρώπινο παράλληλα. Ακόμη κι ένας αυτόχειρας, ελπίζει, μέχρι και την τελευταία στιγμή για κάτι. Κάποιος να τον αναζητήσει, να γίνει κάτι και να αποτραπεί αυτή η προσπάθειά του. Διότι αυτό που τον οδήγησε στην αυτοχειρία είναι η έλλειψη ελπίδας- αν ερχόταν ακόμα και τη στιγμή της κρίσης, θα τον λύτρωνε.

Ας μη γελιόμαστε, όλοι έχουμε γίνει κάπως απαισιόδοξοι μεγαλώνοντας. Κανείς δεν είναι τόσο σίγουρος για τον υπαρξιακό του σκοπό έτσι ώστε να λύσει το βασικό πρόβλημα που λέγεται «βρίσκω νόημα στη ζωή μου». Ακόμη κι αν το βρεις, υπάρχουν πολλές στιγμές που αμφιβάλλεις γι’ αυτό και το χάνεις, διότι είναι στην ανθρώπινη φύση να τείνει προς το πλην. Τείνει προς το πλην, επειδή έχει ανάγκη συνεχώς την εξέλιξη και πλήττει εύκολα με τη στασιμότητα.

Όμως, η ρίζα του προβλήματος εντοπίζεται στην ταμπέλα που θέλουμε να «φοράμε». Άπαξ και μας ονομάσουμε απαισιόδοξους, κάνουμε αμέσως τη ζωή μας πιο δύσκολη, γινόμαστε συναισθηματικά δυσκίνητοι. Βάζουμε πάνω από τους εαυτούς μας ένα μαύρο πέπλο που νιώθουμε χρέος να πορευόμαστε μ’ αυτό. Νιώθουμε την υποχρέωση να εκπροσωπήσουμε αυτό το «κάζο» στο οποίο έχουμε θέσει τους εαυτούς μας και σκεφτόμαστε τα πάντα δυο και τρεις φορές. Όχι απλώς βλέπουμε το ποτήρι μισό άδειο, εμείς το μισό γεμίζουμε. Γιατί ναι, είναι όλα θέμα ψυχολογίας. Mainstream, αλλά να είναι. Αν πιστέψουμε πως μας αξίζει η μιζέρια, θα την τραβάμε και θα μας τραβάει.

Αν, για παράδειγμα, πριν βγεις για ποτό σκέφτεσαι πως δε θα περάσεις καλά, δε θα γνωρίσεις κάποιον ενδιαφέρον άνθρωπο και στα μισά θα βαρεθείς, οι πιθανότητες όχι απλώς αυξάνονται, αλλά γίνεται πια βεβαιότητα. Αν με ρωτούσε κανείς, τι θα έπρεπε ειδικά να κάνουμε, θα έλεγα να πράττουμε δίχως πολλές προσδοκίες. Προσοχή, ούτε με προσδοκίες αλλά ούτε με απαισιοδοξία. Δύσκολο κι απαιτεί ψυχική χαλάρωση, αλλά μια προσπάθεια δε στοιχίζει τίποτα. Να δούμε, έστω για μια φορά, πως όταν δεν προκαταβάλλεσαι για το θετικό ή το αρνητικό, συμπαντικά και στατιστικά το θετικό θα έρθει να σε βρει από μόνο του. Ακριβώς επειδή δεν το περιμένεις στη γωνία, επειδή δεν έχεις χτίσει στο μυαλό σου ένα ιδεατό αποτέλεσμα.

Οι απαισιόδοξοι άνθρωποι, όταν τους συμβαίνει κάτι αρνητικό, νιώθουν το αίσθημα της επιβεβαίωσης αλλά παράλληλα κι ενδόμυχα, μέσα τους, φουντώνει η ελπίδα για το καλύτερο, για κάτι θετικό. Όλο αυτό, είναι τόσο λογικά αμφίρροπο που, αγγίζει τα όρια της απόλυτης αισιοδοξίας. Είμαστε εξελικτικά όντα. Εξελισσόμαστε, λίγο ή πολύ, κάθε μέρα με γνώμονα την ελπίδα για το παραπάνω.

Επομένως, είτε επιλέξουμε να μας ονομάσουμε αισιόδοξους είτε απαισιόδοξους, δεν παύουμε να χαρακτηριζόμαστε από την ανθρώπινη φύση μας. Είτε θέλουμε να διευκολύνουμε είτε να δυσχεραίνουμε τη ζωή μας κάπως, κάπου θα βρίσκουμε ένα κομμάτι ελπίδας κι αισιοδοξίας για να μπορούμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε με τρόπο βιώσιμο. Κοιμάσαι με την ελπίδα να ξυπνήσεις. Τρως με την ελπίδα να διοχετεύσεις κάπου αλλού την ενέργεια που πήρες. Ο φόβος να πιστέψουμε στο καλύτερο μας γυρίζει πίσω με διπλή φορά, μας αφοπλίζει, μας κάνει να φαινόμαστε μικροί στα μάτια μας και μόνο. Ας επαναφέρουμε τη ζυγαριά και να μην τη βαραίνουμε κατά μας αλλά μόνο υπέρ μας. Ακούγεται δύσκολο και θεωρητικό, αλλά με λίγη αυτοκυριαρχία ίσως εκπλαγούμε.

Όπως ανέφερε και η Κική Δημουλά στην ίδια συνέντευξη: «Ο απαισιόδοξος είναι ο μεγαλύτερος υποκριτής». Ήρθε μάλλον ο καιρός να πετάξουμε από πάνω μας αυτό τον ρόλο.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Μαρία Στειακάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου