“Μην είσαι άχρηστος, περπάτα, πάρε τα πόδια σου!”

“Έτσι σ’ έμαθα εγώ; Τι λάθος έκανα Θεέ μου κι έβγαλα τέτοιο παιδί;”

“Από μικρός φαινόσουν ότι θα ‘σουν μια αποτυχία”

Γεμίζουν εύκολα οι σελίδες με αντίστοιχα παραδείγματα. Δε στερεύει αυτή η ευρηματικότητα. Κάπου θα σε είδες. Υποθέτω ότι πονάς. Με το δίκιο σου. Ας δοκιμάσουμε να κάνουμε μια νοητή ψηφιακή αγκαλιά κι ας σε βλέπω ότι γελάς. Δεν είσαι ούτε μόνος, ούτε ο μόνος. Κάπου κάπου το υποψιάζεσαι. Έχεις όμως τη δικαιοδοσία να θεωρείς ότι το δράμα σου είναι το μεγαλύτερο της οικουμένης – έτσι συμβαίνει πάντα και με τα δράματα και με τα θαύματά μας. Ίσως αν τα τοποθετούσαμε στην ειλικρινή τους διάσταση να έχαναν την ποιητικότητά τους. Και τι θα ‘ταν τότε η ζωή χωρίς ποίηση;

Αυτός ο πόνος, ο πρωταρχικός κι ενίοτε ατέλειωτος έχει μια ομορφιά. Και δεν είναι μόνο η ομορφιά της ταύτισης, η ομορφιά ότι κάπου θα τα πεις και κάποιος θα σε νιώσει γιατί μέσα απ’ την αφήγησή σου θα ερεθιστούν οι δικές του μνήμες· η βασική του ομορφιά είναι εκείνη που σε κάνει ξανά 7 χρονών. Μόλις έβγαλες τον πρώτο σου κυνόδοντα και σου ‘παν να τον κρύψεις κάτω απ’ το μαξιλάρι. Κοιμήσου, μην προσποιείσαι τον κοιμισμένο, δε θα πιάσει αλλιώς το ξόρκι. Κοιμήσου στ’ αλήθεια κι εκείνη θα ‘ρθει. Θα στο πάρει το δόντι η νεράιδα, δε θα ζητήσει υπογραφή κι εγγυήσεις και θα σου φέρει ό,τι λαχτάρησες. Αυτή θα ‘ναι η ανταμοιβή σου που άντεξες τον πόνο, που δεν τρόμαξες στο αίμα να τρέχει στο σαγόνι, που έμαθες κάπως άγαρμπα ότι όλα στη ζωή αντικαθίστανται κι ας δέθηκες μαζί τους, κι ας είναι το αγαπημένο σου δόντι εκείνο με το οποίο δάγκωνες πάντα την πρώτη μπουκιά απ’ τον πύραυλό σου.
Κι ας είναι αυτή η νεράιδα να γίνει η φανταστική μάνα που δε σου έτυχε να έχεις.

Τα νοσταλγείς τα 7 σου. Απομακρύνεσαι. Υποχρεώσεις. Άνθρωποι περιμένουν από εσένα. Δεν έχεις καν την υποψία αν θες να τους προσφέρεις όσα θέλουν ή αν αναγκάζεσαι να το κάνεις επειδή οι περιστάσεις το επιβάλλουν. Άνθρωποι διάφοροι που ντύνονται ρόλους. Εργοδότες, σύντροφοι, δημόσιοι λειτουργοί. Ζητούν. Θες να τους πεις να πάνε να γαμηθούν. Δεν έχεις να δώσεις, το κλείσαμε το μαγαζάκι. Τι ωραίος εκείνος ο κυνόδοντας. Σου λείπει. Πόσα πράγματα λύνει και μόνο στη θύμισή του.

Οι Κυριακές. Της υποχρέωσης και της υποκρισίας. Κουστούμι έτοιμο καλοσιδερωμένο στην ντουλάπα, ψέκασέ το δυο σταγόνες old spice να φύγει η ναφθαλίνη και κάτσε στη θέση τη γνωστή σου. Στο κέντρο. Προσποιήσου. Το κάνεις επί σειρά ετών με τέτοια επιτυχία. Θα εκπλαγούν αν δεν το ξανακάνεις. Θα εκπλαγείς αν δεν το ξανακάνεις.

Όσα προσπαθώ να συνοψίσω εγώ σε τόσες προτάσεις τα ‘χει χωρέσει η Θεοδοσία Τσάτσου σε ένα δίστιχο:
“Ποιος είσαι εσύ που με κοιτάς, νιώθω πως σε αγαπάω,
όχι σαν να το διάλεξα, μα σαν να στο χρωστάω”.

Η αγάπη της υποχρέωσης. Στη μητέρα. Στον πατέρα. Στην οικογένεια. Κι όχι μιας υποχρέωσης όπως κοντόφθαλμα θα υποθέταμε μόνον απέναντι σ’ εκείνους μα πρωτίστως απέναντι σ’ εμάς. Ποιος σκατάνθρωπος δεν αγαπά εκείνους που του πρόσφεραν τούτο το ανέλπιστο δώρο της ύπαρξης;

“Σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ γιατί χωρίς εσένα δεν έχω ταυτότητα, καθρέφτισμα, λόγο να κάνω κάποιον υπερήφανο. Σ’ αγαπώ γιατί δε θα το συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου αν δε σ’ αγαπώ. Κι είμαι ακόμη μικρός, τόσο μικρός, σαν εκείνον τον πρώτο κυνόδοντα, που αγνοώ ότι δε θα μπορέσω να σ’ αγαπήσω στ’ αλήθεια αν δε σε συγχωρέσω.”

Μας βλέπεις. Στα 20, τα 30, τα 40, τα 50, καμιά φορά και τα 60 μας. Κι όταν βρισκόμαστε με όσους μπορούμε να απλώσουμε σώμα και ψυχή σε μια πολυθρόνα κι αν η ώρα είναι περασμένη, οι άμυνες χαλαρές κι η αλκοόλη ρέει στο αίμα, πάλι για εκείνους θα μιλάμε. Εκείνους που δεν κατορθώσαμε να κάνουμε όσο περήφανους θα θέλαμε, εκείνους που νιώθουμε το άγρυπνό τους μάτι διαρκώς να κρίνει ή να αδημονεί, κι εκείνους που θα πούμε στάθηκαν εμπόδιο και δισταγμός στα δώρα που θέλαμε να μας προσφέρουμε.

Ας ξεκινήσουμε απ’ το βασικό: Η εντύπωση που έχει για σένα η μάνα κι ο πατέρας σου (ή είχαν στην ηλικία που ήσουν σφουγγάρι), θα είναι η εντύπωση που θα χτίσεις εσύ για τον εαυτό σου αργότερα. Κι αν υποθέσουμε το ευτυχές σενάριο, ότι δηλαδή μεγάλωσες σ’ ένα περιβάλλον απόλυτης αποδοχής κι άνευ όρων αγάπης, δεν έχεις και πολλά να φοβάσαι, δε θα φας λεφτά και χρόνια σε καναπέδες ψυχαναλυτών, ούτε θα σε τιμωρείς με ατελέσφορους έρωτες επειδή μέθυσες την οξυδέρκεια να διακρίνεις εκείνους  τους έρωτες που όντως αξίζουν. Με δυο λόγια, μα καθόλου πρόχειρα, είσαι ένας τυχερός και κατά πάσα πιθανότητα ευτυχής άνθρωπος.

Αν όμως βρέθηκες να αλλάζεις κυνόδοντες κάπου που σε έμαθαν ότι δεν είσαι αρκετά αρκετός, κάπου που η αγάπη έρχεται ως συναλλαγή κι επιβράβευση σε μια δική σου επιτυχία ή κάπου που διαρκώς άκουγες να σε συγκρίνουν με τυχαία ονόματα απ’ τον κατάλογο του περίγυρου σας, πιθανότατα και καθόλου αδικαιολόγητα θα ‘χεις μέσα σου έναν θυμό αναβράζοντα. Έναν θυμό που καθώς θα μεγαλώνεις και θα συνδιαλέγεσαι με διαφορετικούς ανθρώπους θα τον βλέπεις να επανεμφανίζεται στις πιο παράδοξες στιγμές και θα μένεις αρχικά έκπληκτος κι αργότερα ταπεινωμένος. Ποιος είναι αυτός ο θυμός; Ποιος τον κάλεσε, σε ποιον απευθύνεται πώς και γιατί ήρθε;

Ύπουλος ο θυμός της ενοχής. Καταδικασμένος να επιστρέφει πάντοτε στον αποστολέα του. Σχεδόν μοιρολατρικά, κι αν προσπαθήσεις να τον ελέγξεις θα πολλαπλασιαστεί. Θα ντυθεί λέξεις άλλες, ιδιαιτέρως popular μα καθόλου καλοδεχούμενες. Άγχος. Κατάθλιψη. Κρίσεις πανικού. Φοβία. Εμμονή. Κι όσο αυτές οι άγαρμπες λέξεις θα προστίθενται στο λεξιλόγιο της καθημερινότητάς σου δε θα παύουν καθόλου οι Κυριακές της υποκρισίας και της υποχρέωσης. Επίπλαστες, επιφανειακές, με ασφαλείς συζητήσεις που θα περιορίζονται στην επικαιρότητα και στα νέα του γραφείου. Μ’ εκείνους τους ανθρώπους που σε γέννησαν, εκείνους τους ανθρώπους που λατρεύεις και αποστρέφεσαι ταυτοχρόνως, θα φτάσεις λίγο χρόνια μετά να συζητάς τα τυπικά λες κι είναι ο θυρωρός της πολυκατοικίας. Γιατί μέχρι εκεί θα τους εμπιστεύεσαι. Γιατί τόσα πιστεύεις ότι τους αξίζει να γνωρίζουν. Δεν είναι δα και φίλοι σου – δεν τους διάλεξες, τους υπομένεις. Καμιά φορά αναρωτιέσαι, τους αγαπάς;

Δεν τους αγαπάς. Δεν τους αγαπάς όσο παραμένεις θυμωμένος κι ας συνεπάγεται αυτό ότι ίσως δεν τους αγαπήσεις και ποτέ. Πρόκειται για τόσο δύσκολη παραδοχή που δεν τρέφω την παραμικρή προσμονή τόσο απ’ τους αναγνώστες, όπως ούτε απ’ τον εαυτό μου, ότι μπορώ όντως να σταθώ μπροστά από την αντανάκλασή μου και να το πω αυτό το πράγμα φωναχτά, ν’ ακούω τον ήχο που οι συλλαβές θα δημιουργούν χωρίς ταυτόχρονα να θέλω να τρέξω στη λεκάνη της τουαλέτας να ξεράσω ό,τι υπάρχει μέσα στα στομάχια μου.

Δεν έχω ιδέα πώς συγχωρείς, ούτε εμπιστεύομαι τσαρλατανισμούς που υπόσχονται άμεση ανακούφιση. Δεν είναι αυτές συλλογιστικές που γίνονται απ’ τη μια μέρα στην άλλη, δεν πατάς διακόπτη, ωραία θα ‘ταν ο διακόπτης να υπάρχει αλλά δε ζούμε σε ταινία. Το μόνο που στα σίγουρα ξέρω είναι ότι δεν μπορείς να συγχωρέσεις εύκολα όποιον έχεις μυθοποιήσει πριν. Κι οι μάνες κι οι πατεράδες μας, ήταν, είναι, κι ίσως θα εξακολουθούν πάντα να είναι στις συνειδήσεις μας οι σούπερ ήρωες των παιδικών μας χρόνων. Πρόκειται για μια απαιραίτητη αποκαθήλωση από αυτές που πονάνε, μεταξύ μας, ίσως η πιο πονετική απ’ όλες. Να κατορθώσουμε κάποτε να τους δούμε και να πούμε στον εαυτό μας “Έκαναν, ό,τι καλύτερο μπορούσαν, θεωρούσαν ή άντεχαν σ’ εκείνη τη χρονική συγκυρία. Δεν έκαναν τις μαλακίες από πρόθεση, τις έκαναν από άγνοια, από αμάθεια”.

Αν αρκεί τούτη η σκέψη; Όχι δεν αρκεί. Θέλει και συνέχεια, θέλει να ασχοληθείς με το θέμα, να μην το κουκουλώσεις, να το φιλοσοφήσεις. Να τους φανταστείς στην ηλικία που ήταν όταν σε γέννησαν, μια ηλικία στην οποία πιθανότατα θα ‘χεις ήδη φτάσει εσύ σήμερα, να σκεφτείς ότι είναι φίλοι σου κι όχι γονείς σου κι αν αντέχεις τις πιο άγριες καταστάσεις, να σκεφτείς ακόμα κι ότι είσαι εσύ στη θέση τους. Αλήθεια, πόσο σίγουρος είσαι ότι θα τα έκανες όλα σωστά;

Σαν να σε ακούω. Θα μου πεις για τα χαστούκια, τις διαταγές και τις συγκρίσεις. Αλήθεια αυτά είναι που μάς πονάνε ή όσα κρύβονται δεξιοτεχνικά πίσω απ’ αυτά; Κι αν το χαστούκι, χωρίς καμία διάθεση να δικαιολογήσω την αγριότητά του, είναι το σύμπτωμα κι όχι η νόσος, πώς είμαστε σίγουροι ότι ξέρουμε τη νόσο ώστε να την αποφύγουμε; Τις πιο πολλές φορές η νόσος είναι η προσδοκία. Κι η διάψευση της προσδοκίας μπορεί να εκδηλωθεί ακραία με μια παλάμη που θα χτυπήσει ένα μάγουλο, μπορεί όμως και να εκδηλωθεί με μια σιωπηλή διαμαρτυρία ή έναν μορφασμό απογοήτευσης; Εκείνο το 7χρονο όταν τελικά φτάνει τα 30 του κι ακόμα παλεύει με αποδοχές κι εντυπώσεις, πόσοι θα στοιχηματίζαμε ότι αυτό που τον κάνει να υποφέρει είναι το χαστούκι κι όχι η διαψευσμένη προσδοκία που διάβασε στο πρόσωπο των γονιών του; Επιτρέψτε μου να κάνω μια υπόθεση: Δεν πονά (κυρίως) εκείνο το χαστούκι. Πονάει η εντύπωση της αποτυχίας. Και με αυτή είναι που πρέπει να αντιπαραταχθεί το παιδί που ντύθηκε ενήλικας σε όποιο ρόλο του. Και σαν σύντροφος και μετά σαν γονιός.

Μαθαίνουμε αντιγράφοντας. Τόσο άγουροι είμαστε σαν είδος, τα ‘χουμε ξαναπεί. Ό,τι δούμε το μιμούμαστε. Κι η αγάπη, η εκδήλωση κι η προφορά της είναι μερικά απ’ αυτά που άπαξ και τα διδαχτήκαμε έτσι και θα τα μοιράζουμε. Κατακερματισμένη και καταβιασμένη η αγάπη, οι πιο πολλοί από εμάς τη βλέπουμε μέσα από φακούς παραμορφωτικούς που κάπου κάπου έχουμε τη διαύγεια να υποψιαστούμε την πλάνη μας, μα πρόκειται για μια πλάνη τόσο βαθιά ριζωμένη που αν την απαρνηθούμε θα ‘ναι λίγο σαν να προδίδουμε εμάς. Προτιμάμε ν’ αγαπάμε μια ζωή με λάθος τρόπο προκειμένου να μη (μας) παραδεχτούμε πόσο λάθος κάνουμε, γιατί ειδάλλως θα ‘ναι σαν να μας εγκαταλείπουμε. Μα δε θα εγκαταλείπουμε εμάς αλλά εκείνο το 7χρονο που ακόμα συνομιλεί με τη φανταστική του νεράιδα-μητέρα, κι υπομένει τις δεκαετίες να περνάνε πάνω απ’ το σώμα του αγνοώντας ότι την αγάπη που προσδοκά να του προσφέρουν μπορεί (με κόπο και με θυσία) να του την προσφέρει ο ίδιος.

Το γνωρίζω ότι μόλις ακούστηκα λίγο σαν Πάολο Κοέλιο τώρα κι επειδή εδώ δεν κάνουμε όσα κράζουμε, θα εξηγηθώ πάραυτα: Δε μιλάμε για εκείνη την ουρανοκατέβατη αγάπη προς τον εαυτό που θα αισθανθείς επειδή έτυχε και διάβασες δυομιση βιβλία αυτοβελτίωσης, ούτε για το “τι τρελό μωρό είσαι ‘συ” που θα πεις στον εαυτό σου κοιτώντας σε στον καθρέφτη του ασανσέρ. Υπάρχει μάλιστα εξαιρετικά σοβαρή πιθανότητα αυτή την πολυδιαφημιζόμενη αγάπη των coach, των ζεν και των ιεραπόστολων πάσας μορφής και θρησκείας να μην την αισθανθείς και ποτέ. Και δεν υπάρχει και κανένα πρόβλημα με αυτό. Το πρώτο βήμα, μα διόλου αμελητέο, είναι να σου επιτρέψεις να σε αποδέχεσαι. Να μη σε μαλώνεις κάθε μέρα. Ή έστω αν σε μαλώνεις να μην το κάνεις με τις λέξεις που θα διάλεγε η μάνα σου για να σε μαλώσει, βρες άλλες λέξεις, τόσο σπουδαία και πλούσια γλώσσα έχουμε γαμώτο! Κλείσε το κασετοφωνάκι στο μυαλό σου. Εκείνο που σου απαριθμεί λάθη κι ελαττώματα, άνοιξε νέο, δικό σου. Απαρίθμησε οταν θα χρειαστεί, γιατί σίγουρα θα χρειαστεί, και κάν’ το χωρίς λογοκρισία, μα προτόυ αρχίσεις να σε κατακεραυνώνεις, πάρε μισό λεπτό για σένα, πιες μια γουλιά κρασί, κάπνισε μισό τσιγάρο, αναρωτήσου: Γιατί σε μαλώνεις; Ξέρεις; Έχεις λόγο; Γράψ’ τον αν σε βοηθά. Μίλα σου – δυνατά.

Λέμε συχνά ότι ωραία θα ‘ταν να ήμασταν πιο επιεικείς αναμέταξύ μας. Να μη βιαζόμαστε στα συμπεράσματά μας, να σκεφτόμαστε ακόμη και το απλούστατον ότι μπορεί να πετύχαμε τον άλλον σε μια δύσκολη μέρα γι’ αυτό και να συμπεριφέρθηκε όπως συμπεριφέρθηκε. Λέμε, λέμε, λέμε. Πόσο εύκολα λέμε. Δεν μπορούμε να ‘μαστε επιεικείς με τους άλλους, αν δεν είμαστε μ’ εμάς. Τόσο κλισέ διαπίστωση που σχεδόν ξεχνάς μες στην κλισεδουριά της πόση βαρβαρότητα κρύβει. Αν κρατάς σημειωματάριο με λεγόμενα και πεπραγμένα για τα οποία μετανιώνεις επάνω σου, το ίδιο θα κάνεις και με των άλλων – κι αυτό όσο κι αν καμουφλάρεται πίσω από φαντεζί ατάκες για “υψηλές προσδοκίες” κι “υπερβολικές απαιτήσεις” και πάλι δεν καταφέρνει να κρύψει εντελώς την αγωνία που αχνοφαίνεται. Προφανής ο λόγος που βιαζόμαστε να θεωρήσουμε ανεπαρκείς τους άλλους.

Έχουμε μάθει επίσης να ταυτίζουμε τη συγχώρεση με ένα δώρο που ανιδιοτελώς -γελάνε και τα μολύβια στο γραφείο μου- θα προσφέρουμε στον άλλον. Τόσο μεγαλόκαρδοι.

“Σε συγχωρώ”, λέμε. “Για σένα το κάνω” υπονοούμε. Και παίρνουμε κι εκείνο το ύφος με το μειδίαμα χαμόγελου που έχει ο δικαστής όταν ανακοινώνει στον κατηγορούμενο την αθωότητά του. Μα πόσο μεγαλόκαρδοι.

Τι μαλακίες λέμε.

“Σε συγχωρώ για μένα” ή ορθότερα “για να απελευθερωθώ εγώ”, είναι η αλήθεια που δεν τολμάμε να παραδεχτούμε σ’ εαυτούς κι αλλήλους μη και χάσουμε τα προνόμια της “γενναιοδωρίας” μας, μη και στερήσουμε δηλαδή απ’ τον άλλον την υποχρέωση να μας επιβεβαιώνει καθημερινά πόσο καλά κάναμε και τον συγχωρέσαμε αποδεικνύοντάς μας ότι άξιζε αυτή τη θυσία.

Δεν είναι μόνο ότι τραυματίζουμε με αυτές τις παρανοήσεις τις σχέσεις μας. Είναι κυρίως ότι τελεσίδικα και με στιλό διαρκείας υπογράφουμε την παραμονή μας σ’ εκείνο το παιδικό δωμάτιο των 7 ετών και των 7 τετραγωνικών κι αυτό θα ‘ταν στ’ αλήθεια ελκυστικό εκτός από ανακουφιστικό αν αρκούσε ένα ζευγάρι βελούδινες κουρτίνες και μερικά λούτρινα για να μας κάνουν ευτυχισμένους. Δεν αρκούν όμως. Όπως δεν αρκεί για να μάς χαϊδεύει μονίμως η αιτιολογία (που γίνεται δικαιολογία) “οι γονείς μου τα έκαναν σκατά στο μεγάλωμά μου” που από πίσω κρύβει ύπουλα το “Άξιζα να τα κάνουν σκατά, γιατί πράγματι είμαι μια αποτυχία!” – Κι οι δικοί μας ρε φίλε σκατά τα έκαναν, ξεκόλλα!

Πότε, σε ποια ηλικία, σε ποια φάση ζωής και στα πόσα στραπάτσα αρχίζει αυτή η δικαιολογία να χάνει τη δύναμή της; Πότε αντιλαμβανόμαστε οι ίδιοι ότι το “αμαρτίες γονέων” από καθολική πραγματικότητα, έχει γίνει βολική (παρ)ερμηνεία; Πόσες φορές να το πούμε δυνατά προτού αρχίσουμε να γελάμε με τη γραφικότητά της;

Συγχώρα τους. Όχι για εκείνους, ούτε καν για σένα αν δεν το νιώθεις ακόμα έτσι. Κάν’ το για εκείνον τον δεύτερο κυνόδοντα που περιμένει τόσα χρόνια στη σειρά του.

 

*Αν βρήκες αυτό το άρθρο ενδιαφέρον πιθανόν να σου αρέσει και το βιβλίο της Alice Miller με τίτλο “Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας”, αναζήτησέ το. Η συγγραφέας τελικά δεν τους συγχώρεσε μα βρήκε άλλον τρόπο να απελευθερωθεί – ή έστω να πείσει τον εαυτό της. Ίσως υπάρχει κι άλλος τρόπος.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά