Το διαμέρισμα της Λασκάρεως είχε μια μεγάλη βεράντα με θέα σε πάρκο.
Σε αυτή τη βεράντα πέρασα σχεδόν όλα μου τα βράδια, στα δύο χρόνια που το νοίκιαζα.
Διαφήμισα σε φίλους τους μαγειρικές μου ικανότητες, έγραψα στιχάκια με πόδια ακουμπισμένα στα κάγκελα, χόρεψα, σκόνταψα, έπεσα πάνω σε κλισέ και με παρέα προσπαθήσαμε να τα γκρεμίσουμε.
Οι άντρες δεν κλαίνε, άκουγα τον πατέρα μου να λέει στον αδελφό μου και φανταζόμουν τον παππού μου, να το λέει στο μπαμπά μου.
Περάστηκε η πληροφορία στο υποσυνείδητό μου.
Οι άντρες δεν κλαίνε. Γιατί δεν κλαίνε; Πώς δεν κλαίνε;
Μα εγώ ένα βράδυ σε εκείνη τη βεράντα, είχα απέναντι μου έναν να κλαίει.
Πόσο ανακριβής μου φάνηκε στα ξαφνικά ο πατέρας μου.
Ο Νίκος έκλαιγε μπροστά μου, εξαιτίας μου.
Πόσες φορές έχετε δει σε ερωτικό καυγά έναν άντρα να κλαίει με λυγμούς;
Να σου κρατάει τα πόδια, να ζητάει συγνώμη σαν παιδί, να σου κλείνει τις πόρτες να μη φύγεις;
Εγώ πάντως δεν το ξανάδα και ας ορκίστηκα τότε, πως θα ερωτεύομαι μόνο άντρες που κλαίνε.
Όσο δύσκολος και αν είναι στην αιτιολόγηση του ο έρωτας, ο Νίκος, ήταν και παραμένει ο μοναδικός που ξέρω με βεβαιότητα, το λόγο που τον ερωτεύτηκα.
Δεν τον θεώρησα ποτέ αδύναμο, δεν επιχείρησα να εκμεταλλευτώ την ευαισθησία του προς όφελος μου, δεν έπεσε στα μάτια μου.
Για μένα τότε στα άγουρα 18 μου -και πολύ περισσότερο τώρα- ήταν ο πιο γενναίος άντρας που γνώρισα.
Μαζί του έμαθα να μην περιορίζω ούτε τα δικά μου δάκρυα.
Να μη ντρέπομαι στιγμή για αυτά.
Έμαθα πως η εκδήλωση ενός ατόφιου συναισθήματος πριν μπει σε παιχνίδια εγωισμού και εξουσίας, είναι τόλμη.
Οι περισσότεροι έρωτες μου ήταν μάχες. Εκείνος όμως ήταν χαρά, ήταν πανηγύρι.
Ακόμη και τις στιγμές που ο ένας προκαλούσε πόνο στον άλλον, είχαμε βρει ένα μαγικό τρόπο να αλληλοπαρηγορούμαστε αντί να καταφεύγουμε σε φίλους, ψυχιάτρους και μπάρμαν.
Η φίλη μου η Λία που δεν συμπαθεί καθόλου τους Έλληνες άντρες, επιμένει να εστιάζει την αποστροφή της στο γεγονός ότι δεν…κλαίνε.
Στο μυστήριο ύφος που πολλοί από αυτούς συνειδητά υιοθετούν.
Στο ότι δεν ξεκλειδώνονται, στην τάση τους να προσπαθούν να συντηρήσουν την (αυτο)κυριαρχία τους, με το να δείχνουν και να λένε τα απολύτως απαραίτητα, ώστε να σε κρατήσουν ζεστή και «διαθέσιμη».
Οι άντρες δεν κλαίνε. Και αυτό ο Έλληνας φαίνεται να το γνωρίζει καλά.
Δεν με ενδιαφέρει να αναλύσω τα στερεότυπα, το αν φταίνε οι μητέρες τους, το μεσογειακό μας κλίμα ή το βάρος της φουστανέλας.
Δεν με ενδιαφέρει τίποτα από όλα αυτά.
Με ενδιαφέρει μόνο να πάψουν να υπάρχουν άνθρωποι μπερδεμένοι, ψυχολογικά εξουθενωμένοι, χαμένοι μέσα σε απλές εξισώσεις.
Με ενδιαφέρει να μη χρειάζεται να σπάω το κεφάλι μου, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τι έχει ο άλλος στο δικό του.
Όχι αγάπες μου, αυτό δεν είναι άσκηση γοητείας.
Τουλάχιστον, για οποιαδήποτε γυναίκα έχει περάσει τα δεκαπέντε και μπορεί να ονομάσει τις επιθυμίες και τα όρια της.
Με ενδιαφέρει οι ανθρώπινες σχέσεις, να πάψουν να αυτοπρομοτάρονται ως κάτι περίπλοκο και δυσνόητο και να ξαναθυμηθούν την απλότητά τους.
Το μυστικό βρίσκεται στη σαφήνεια και τον εκδηλωτισμό.
Όσο κι αν αυτές οι έννοιες, φέρνουν σε ορισμένους υπόταση.
Ο έρωτας δεν είναι αρένα. Στον έρωτα δεν μπορείς να φοράς πανοπλία.
Πρέπει να είσαι γυμνός, πανέτοιμος να εκτεθείς, να στοιχηματίσεις και να παίξεις all in.
Οτιδήποτε διαφορετικό, απλά δεν είναι έρωτας.
«Θεία Κα, σου είπα ότι αγαπάω το Γιωργάκη από τον παιδικό σταθμό;» με ξάφνιασε προχτές η τετράχρονη ανιψιά μου στο skype.
– Του το έχεις πει;
– Όχι, ντρέπομαι.
– Τον έχεις δει ποτέ να κλαίει;
– Ναι, πριν λίγες μέρες που πάτησε με το παπούτσι του μερικά μυρμήγκια και οι άλλοι τον κορόιδευαν. Τον έλεγαν μωρό.
– Κι εσύ τι έκανες;
– Του είπα ότι έχουμε πολλά μυρμήγκια στον κήπο και αν θέλει να του δώσω.
– Και τι σου απάντησε;
– Μου είπε ότι στο δικό του κήπο έχει σαλιγκάρια και ν’ ανταλλάξουμε.
– Πες του αύριο ότι τον αγαπάς.
Πρώτη δημοσίευση: eyedoll.gr