Κάποιοι τις λένε μάγισσες, κάποιοι γραφικές και κάποιοι ξωτικά. Ξωτικά μιας άλλης εποχής, μιας άλλης αντίληψης. Βαθιά παιδικής και εντελώς αισθησιακής ταυτόχρονα. Για μένα είναι οι κυρίες του Βοτανικού.
Η Ελένη και η Ίνα. Η Ίνα και η Ελένη. Δύο από τις πιο αγαπημένες φιγούρες του επιλεκτικού ξενύχτη Αθηναίου. Και λέω επιλεκτικού, γιατί αυτές τις κυρίες, δε θα τις πετύχεις ούτε στα χιπστερικά μπαρ του Κολωνακίου, ούτε στα μπουζουξίδικα της Πειραιώς.
Θα τις βρεις στα πραγματικά καλά στέκια. Στο Batman, στο ΜG, στα ρακομελάδικα στο Γκάζι, στα καφενεία στο Μοναστηράκι, στις υπόγες στα Εξάρχεια.
Με μια πασμίνα, ένα φόρεμα κλαρωτό, ασήμι στους καρπούς. Ασήμι και χρώμα. Χρώμα στ’αυτιά, στα μενταγιόν, στα χείλη. Μπούκλες να γλιστρούν στους ώμους, βότκα να κολλούν τα δάκτυλα.
Η Ελένη η μερακλήδισσα. Η Ίνα η μποέμισσα.
Τα κορίτσια που ‘χουν μπέσα. Μπέσα, γούστο, τσαμπουκά κι ελευθερία.
Η Ελένη με το χάρισμα. Εκείνο που σε κοιτάει μες στα μάτια για τρία δευτερόλεπτα και σου πετάει το πόρισμα καταπέλτη. Πότε πρόλαβε και σε διάβασε; Πώς μπήκε τόσο μέσα στην ψυχή σου; Ποια είναι αυτή η άγνωστη που περπατάει ξημερώματα την Κωνσταντινουπόλεως και ταΐζει τα αδέσποτα; Μα φαίνεται ζητιάνα, μοιάζει με τρελή, βρωμάει το χνώτο τσιγάρο και οινόπνευμα, πώς στο διάολο ξέρει τόσα για ποίηση, για μουσική, για σένα;
Η Ίνα η νεράιδα.Το ζεϊμπέκικο της πλατείας Αβυσσηνίας. Τα πόδια που ξυπόλυτα θα στριφογυρίσουν και θα ματώσουν. Θα τα ξεπλύνει με τσίπουρο και θα σου πετάξει κομπλιμέντο για την αύρα σου. Θα αφήσει την πρόταση μισή. Το τραγούδι μπαίνει στο ρεφρέν και δεν την περιμένει.
Κάποιοι τις λένε μάγισσες, γιατί οι ιστορίες τους γεμίζουν τις νύχτες με κουβέντες, τα μυαλά με εικόνες και τους λογικούς με απορίες.
Η Ελένη και οι έρωτες της. Όλοι τους καταστροφικοί. Γι’αυτό κι εκείνη πλέον, τη βρίσκει μέσα απ’τους στίχους. Εκείνους που σκαλίζει στο κορμί της, εκείνους που φωνάζει δίπλα από μικρόφωνα στις συναυλίες του Μάλαμα και του Χαρούλη. Τους λέει φίλους και τους νιώθει. Γιατί η Ελένη, σε αυτούς τους κύκλους, δεν είναι η τρελή που θα δεις στο λεωφορείο και θα μουρμουρίσεις κάτι για τις μελανιασμένες γάμπες ή τα κίτρινα νύχια της. Είναι πρόσωπο σεβάσμιο και τιμημένο.
Η μάγισσα Ελένη μιας ολόκληρης γενιάς βασανισμένων ξενύχτηδων.
Είναι εκείνη που θα ρίξει το φιτίλι για να ανάψουν οι συζητήσεις και η ίδια που θα σου τσοντάρει στα μουλωχτά λίγο απ’το ποτό της. Εκείνη που θα σου χτυπήσει υποστηρικτικά τον ώμο και θα σε ειρωνευτεί «έλα που θα τα παρατήσεις!» κι εκείνη που δυο μήνες μετά θα ξανασυναντήσεις, ένα άλλο χάραμα, σε ένα άλλο μπαρ κι ενώ δε θα της θυμίζει τίποτα η φυσιογνωμία σου, όταν ξανασυστηθείτε κάτι θα σου πει για τη μεγάλη σου καρδιά κι έτσι ποιητικά θα σε ξανακερδίσει.
Η Ίνα και το βαρύ φορτίο της φήμης που την ακολουθεί. «Ηταν κολλητή του Άσιμου», προλαβαίνουν τα διπλάνά στόματα την χειραψία. Και λίγα λεπτά αφότου ανταλλάξεις μαζί της δυο κουβέντες, δεν απορείς καθόλου για την αξιοπιστία της φήμης.
Γυναίκα κυρά κι αρχόντισσα. Κι ας γυροφέρνει το μπεγλέρι στα χέρια κι ας ανάβει το ένα marlboro μετά απ’το άλλο. Γυναίκα που δε φοβάται τη νύχτα, τους άντρες και τους μπάτσους, ξέρεις τι σπάνια υπόθεση που είναι; Γυναίκα που χειροκροτά και γελά με την ψυχή της;
Κάποιοι τις λένε μάγισσες κι αυτοί οι κάποιοι σαν κάτι να ξέρουν.
Βρεθήκαμε χτες τα ξημερώματα μαζί, όλως τυχαίως, σε ένα πεζόδρομο κάθετο της Ερμού.
Η Ελένη στα δεξιά, η Ίνα στα αριστερά, στην εξέδρα το ακορντεόν.
Παρασυρόμενες μας μίλησαν για Χατζιδάκι, για καπατσοσύνη, για έρωτα. Όσα συζητούν οι άνθρωποι λίγο πριν σβήσουν τα φώτα των δρόμων.
Η Ίνα σηκώθηκε να χορέψει. Η Ελένη της χτύπησε παλαμάκια.
Στο τέλος έδωσαν τα χέρια και συστήθηκαν. Απόρησα. Μα καλά, δε γνωρίζονται μεταξύ τους οι μάγισσες; Αυτολογοκρίθηκα πριν ολοκληρώσω τη σκέψη. Τι δουλειά έχω εγώ με τα ξόρκια τους;
Και κάπως έτσι γύρισα στο σπίτι. Με λίγη σκόνη στα μαλλιά.
Υ.γ. Σε εκείνες και σε όποιον είχε τη χαρά να τις συναντήσει σε κάποιο από τα ξενύχτια του.