Ανέκαθεν φοβόμουν τα μεγαλόσωμα σκυλιά, τα αεροπλάνα και τις σιωπές.

Ειδικά εκείνες που ακολουθούν μια μεγάλη έκρηξη.

Eν αντιθέσει με τις πρώτες, τις εκρήξεις, δεν τις φοβόμουν ποτέ.

Σα να τις προκαλούσα, σχεδόν εθιστικά, όταν ένιωθα ότι τα νερά παραμένουν για καιρό λιμνάζοντα.

Κάπως έτσι, πιανόμουν στην πρώτη αφορμή ή ακόμη και επινοούσα κάποια, ώστε να κάνω τα θεμέλια να τρίξουν λίγο.

Να τρίξουν, ίσα για να ταρακουνηθούν, όχι όμως να ραγίσουν.

Ήταν ένας παρακινδυνευμένος, δικός μου τρόπος, να ελέγξω τη δυναμική του οικοδομήματος.

Την αντοχή του.

Να καταλάβω αν θα διαλυθεί στα τέσσερα ρίχτερ, στα έντεκα ή σε ένα απλό αιγαιοπελαγίτικο αεράκι.

Και πέσανε πολλά με τους λεβάντηδες και τους μπάτηδες.

Κατακαλόκαιρα συνήθως, τότε που οι άνθρωποι, δεν έχουν χώρο στο νησί για συγκαταβάσεις.

Στη θεωρία μου, ωστόσο, έξω δεν έπεσα ακόμη.

Μπορεί να ‘χω μειώσει τις στιγμές που θα επινοήσω ζήτημα προς επίλυση, όπως έχουν μειωθεί και ‘κεινες που θ’ανέβω σε μοτοσυκλέτα χωρίς κράνος.

Οταν όμως μου δοθεί η ευκαιρία για μια έντονη διαφωνία, δε θα την αφήσω.

Όπως δε θα αφήσω και τη βόλτα με τη μηχανή, αν είμαι εφοδιασμένη.

Το μόνο σίγουρο είναι, πως ένας σωστός καυγάς, προϋποθέτει ταλέντο. Και αγάπη.

Είναι λοιπόν τέχνη.

Ταλέντο, για να διατηρήσεις τα κεκτημένα σου, για να υπερασπιστείς τα δικαιώματά σου, για να μη φιμώσεις τις έσω φωνές σου.

Όμως και για να μην καταπατήσεις του άλλου.

Για να μην επιτρέψεις στις φωνές, να οργιάσουν ανεξέλεγκτα.

Για να μην γίνεις εσύ τα έντεκα ρίχτερ.

Αγάπη για να θυμάσαι εκείνη τη στιγμή, πως ο άλλος είναι συνοδοιπόρος σου και όχι αντίπαλος.

Για να επιλέξεις να μπεις στα παπούτσια του.

Για να κάνεις πέρα τον εγωισμό σου, μετά την έκρηξη και να του χαϊδέψεις τα μαλλιά.

Αγάπη, για να μην ανοίξεις την πόρτα στις σιωπές.

Ποτέ δε μπόρεσα να καταλάβω όσους κλείνουν τηλέφωνα, κλειδαμπαρώνονται σε σπίτια, εξαφανίζονται, αποζητούν χρόνο, τρώνε επί μέρες αμίλητοι.

Πρόβα χωρισμού, σου λένε.

Τι να την κάνεις την πρόβα;

Αν θες να χωρίσεις, τι να τον κάνεις τον καυγά, έτσι και αλλιώς;

Ούτε μια φορά δεν έχω χωρίσει καυγαδίζοντας.

Αν δεν κλαις, αν δε φωνάζεις, αν δε θυμώνεις, με απώτερο στόχο την ενδυνάμωσή του «μαζί», τότε προς τι ο οδυρμός και η οργή Κυρίου;

Και αν δε σκουπίζεις ο ίδιος τα δάκρυα του άλλου, αν δε γίνεις το αυτί που θα τον ακούσει, αν δεν ενισχύσετε οι δύο το μπετόν του οικοδομήματος σας, τότε προς τι η διατήρησή του;

«Ακόμη και τη στιγμή που ωρυόμαστε, σ’αγαπώ», άκουσε κάποια στιγμή το δικό μου αυτί, μετά από μια έκρηξη γιγατόνων. Και το άκουσε δυνατότερα απ’όλα.

Ο σωστός καυγάς είναι τέχνη.

Είναι τέχνη το πριν, είναι το κατά τη διάρκεια, είναι το μετά.

Όταν εξουθενωμένοι και οι δύο από την κούραση, κοιτάτε το ταβάνι, με μια ηλεκτρισμένη αμηχανία πάνω απ’τα κεφάλια σας.

Όταν δειλά, πλησιάσουν τα χέρια.

Όταν αρχίσετε να ξεκαρδίζεστε με τα προ ολίγου κατορθώματά σας.

Όταν κοιμηθείτε σε πιο σφιχτή αγκαλιά.

Και όταν ξυπνήσετε στην ίδια ακριβώς θέση.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά