Την εποχή του IrC, πολύ πριν το facebook, τότε που κρυβόμασταν πίσω από χαριτωμένα ψευδώνυμα, συνομιλούσα συστηματικά με έναν άγνωστο που υπέγραφε ως «άνθρωπος».

Δεν ήξερα καν τ’ όνομά του.
Συνήθως εκείνος φιλοσοφούσε περί τέχνης, αγάπης και ανεξήγητου κι εγώ προσπαθούσα να ειρωνευτώ, όπως επίτασσε η τότε ηλικία μου.
Όσο και αν φαινομενικά, δεν ήμουν παρά ένα πνεύμα αντιλογίας, με θυμάμαι να κρυφοσημειώνω μερικά από τα λεγόμενά του.

Κάποια στιγμή τον ρώτησα, «γιατί άνθρωπος;»

«Γιατί φοβάμαι. Μόνο ένα πράγμα όμως. Το θάνατο». 

ª​…Μικρή μου, φοβάμαι μόνο τη στιγμή που δεν θα αισθάνομαι πια τίποτα. Ούτε χαρά, ούτε οργή, ούτε πόνο. Τρέμω τη στιγμή που δεν θα ξαναγελάσω ή δε θα ξανακλάψω».

«Μα καλά, μπορεί κάποιος να φοβάται το ότι δεν θα ξαναπονέσει;» σκεφτόμουν καθώς προσπαθούσα να βεβαιωθώ οτι οι γονείς μου κοιμούνται, για να ανάψω ένα τσιγάρο στα μουλωχτά.
Μέχρι να γυρίσω από την πόρτα του δωματίου, εκείνος μου είχε γράψει ξανά.

«…Άρα, δυστυχώς δεν είμαι υπερήρωας, ευτυχώς όμως, δεν είμαι ούτε ανθρωπάκι».

Η τελευταία πρότασή του, ανά διαστήματα ερχόταν στο μυαλό μου, ακόμη και όταν είχα πια ξεχάσει την εποχή του IrC.

Τη θυμόμουν και αυτοπαρηγοριόμουν τις στιγμές που η θλίψη θρονιαζόταν στο σαλόνι μου, την ξαναθυμόμουν και κρυφογελούσα, όταν η χαρά φώτιζε το σπίτι ολόκληρο.

Κάπως έτσι έμαθα να μη φοβάμαι να ζήσω, οτιδήποτε έρθει στην επόμενη στροφή.
Μεγαλώνοντας το πήγα ένα βήμα παραπέρα, στην απόλαυση του πόνου, αφήνοντας τους γύρω μου ν’ αναρωτιούνται από ποιο μαζοχιστικό σύνδρομο πάσχω. 

Όποιος έχει αισθανθεί την κάθαρση, μετά το ξέσπασμα και τη δημιουργία, μετά τα αναφιλητά, γνωρίζει καλά ότι ο πόνος είναι ένας μικρός Θεός και ένας μεγάλος δάσκαλος.

Σου δίνει τη σκυτάλη για το δρόμο της πραγματικής ενηλικίωσης.

Έναν δρόμο, που λανθασμένα οι άνθρωποι θεωρούν οτι κάποια στιγμή ολοκληρώνεται.
Σε φέρνει πιο κοντά στις πραγματικές σου επιθυμίες, σου εμφανίζει στη μαρκίζα τον εαυτό σου και σε αναγκάζει να αντιπαραταθείς μαζί του, θες δε θες. 
Στη συνέχεια σου ανοίγει τη δίοδο για να συμφιλιωθείς με τη νέα, βελτιωμένη έκδοση σου.

Μπορεί να σε οδηγήσει μπροστά στις ομορφότερες εμπνεύσεις.
Είναι πολύ πιο χρήσιμος φίλος, από τον ενθουσιασμό και την παραζάλη και στα σίγουρα, όσο γρηγορότερα τον αποδεχτείς, τόσο πιο σπάνια θα τον συναντάς.
Ναι, ο πόνος όλα αυτά.

Κρίμα σε όσους τον αποφεύγουν, τον κουκουλώνουν πίσω από υπερυψωμένα τείχη, τον εκτονώνουν σε σώματα που δεν θυμούνται το άρωμα και την υφή τους, που καταπίνουν τους λυγμούς τους. 

Με τα ανθρωπάκια δε μπορώ να θυμώσω. Μπορώ μόνο να τα λυπηθώ.

Όσες φορές χρειάστηκε να θρηνήσω, το έζησα ολοκληρωτικά και με μερικές κινηματογραφικές δόσεις.
Κλεισμένη στο σπίτι επί μέρες, με μία Αλεξίου στα ηχεία, μερικές άδειες μπύρες διάσπαρτες, παπλώματα κουβάρι και δεκάδες χαρτοπετσέτες πεταμένες κάτω απ’ το κρεβάτι.
Δεν ήθελα να δω άνθρωπο, παρηγοριές, χτυπήματα στον ώμο και αγκαλιές.
Ήθελα την ησυχία μου.

Η στιγμή που πονάμε, είναι μια βαθιά προσωπική στιγμή. 

Όσα αυτιά και χέρια και αν υπάρχουν γύρω, η παυσίπονη δράση τους είναι περιορισμένη.
Ανακουφίζει τοπικά, δεν επουλώνει όμως.
Η ίαση θα έρθει μόνη της και φυσικά, όταν ένα πρωί -ίσως όχι το επόμενο-, εξουθενωμένος πια, αποφασίσεις σταδιακά να μαζέψεις τα κουτάκια από τις μπύρες και η μύτη σου έχει κοκκινίσει τόσο, που δεν αντέχεις να ακουμπήσεις άλλο χαρτομάντιλο επάνω της.

Δεν θα πάψεις να πονάς, επειδή θα το επιλέξεις. 
Θα συμβεί επειδή τα ένστικτα αυτοσυντήρησης θα έχουν επιστρέψει στη θέση τους.
Όταν όμως αυτό συμβεί, θα βρεθείς ως δια μαγείας με έναν εαυτό του κουτιού. 
Ίσως λίγο τσαλαπατημένο και γρατζουνισμένο στις γωνίες, αλλά γυαλισμένο, ενδυναμωμένο και πολύ πιο συνειδητοποιημένο.

Γι’ αυτό λυπάμαι τα ανθρωπάκια.
Στερούνται πόντους εξέλιξης αλλά το χειρότερο είναι, πως καθώς κλείνουν πόρτες και χαραμάδες για να μη μπει ο πόνος, κλειδώνουν απέξω και τη χαρά. 
Δεν ρισκάρουν, δεν διεκδικούν, δεν δοκιμάζουν και δεν δοκιμάζονται.
Δεν γκρεμίζουν τα τείχη, δεν ανοίγουν τις καρδιές τους, δεν βυθίζονται στη θλίψη, δεν ανυψώνονται και στην ευτυχία όμως.

Υπάρχουν πόνοι δίκαιοι και πόνοι άδικοι.
Όπως υπάρχουν γρατζουνιές και μαχαιριές. 
Όσο όμως υπάρχει ζωή, υπάρχει πάντα και ο τρόπος να μηδενίσεις το κοντέρ.
Επειδή όμως μπορεί και η ζωή να γίνει άδικη, να θυμάσαι ότι καταδίκη σου, είναι ο φόβος σου.
Και αν έχουμε όλοι μια βέβαιη καταδίκη, τουλάχιστον ας φοβόμαστε μόνο εκείνη.

Πρώτη Δημοσίευση: eyedoll.gr
 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά