Η Μάρθα Καραγιάννη, η «γυναίκα-σύμβολο» του ελληνικού κινηματογράφου -όπως πολλοί την αποκαλούν-, το χαμογελαστό και μπριόζο κορίτσι που μάγεψε και έλαμψε τόσο στο θεατρικό σανίδι, όσο και στη μεγάλη οθόνη, δυστυχώς δεν είναι πια μαζί μας. Αφήνει όμως πίσω της πλούσια παρακαταθήκη, ικανή για να μην ξεχαστεί ποτέ.

Ήταν 6 Νοεμβρίου του 1939 όταν αντίκρυσε για πρώτή φορά αυτόν τον κόσμο. Παιδί προσφυγικής οικογένειας, με πάτερα πλούσιας ρωσικής καταγωγής που η οικογένειά του έχασε την περιουσία της κατά την οκτωβριανή επανάσταση. Η μητέρα της ήταν ποντιακής καταγωγής από το Μπακού. Από τους γονείς της φαίνεται πως πήρε το μικρόβιο του χορού. Σε ηλικία 8 ετών ξεκίνησε μαθήματα και πολύ γρήγορα άρχισε τις εμφανίσεις με το μπαλέτο της Λουκίας Σακελλαρίου σε παραστάσεις στη Λυρική Σκηνή. Σε ηλικία 16 ετών έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο της στη δραματική ταινία του Ορέστη Λάσκου «Η άγνωστος», παίζοντας δίπλα σε σπουδαίους ηθοποιούς, όπως ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Γιώργος Παππάς, η Κυβέλη, η Ελένη Ζαφειρίου και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Τις συστάσεις στον σκηνοθέτη τις έκανε ο φίλος του, Θάνος Τράγκας, που ήταν καθηγητής της στο γυμνάσιο και στη δραματική σχολή,  βλέποντας το πηγαίο της ταλέντο στις σχολικές παραστάσεις.

Το 1957, έναν χρόνο μετά το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, εμφανίζεται για πρώτη φορά στη θεατρική σκηνή, στο έργο «Ελέφαντες και ψύλλοι» με τον θίασο του Κώστα Χατζηχρήστου. Μία παράσταση που έμελλε να γίνει η απαρχή και ο σταθμός της μακρόχρονης και επιτυχημένης θεατρικής πορείας της, από κλασσικές ελληνικές κωμωδίες, έργα ξένων συγγραφέων, μιούζικαλ, μέχρι και επιθεωρήσεις. Θεατρικοί «σταθμοί» για τους οποίους ξεχώρισε ήταν στις παραστάσεις «Όμορφη πόλη» (1962), «Καμπαρέ» (1972), «Παγωτό μες τον χειμώνα» (1984), «Χαμάμ γυναικών» (1996) και «Αρσενικό και παλιά δαντέλα» (2000).

Είναι αξιοσημείωτο πως σε δραματική σχολή δε φοίτησε, αλλά σπούδασε από μικρή το θέατρο και τον κινηματογράφο, παίζοντας δίπλα σε σπουδαίους ηθοποιούς της επιθεώρησης και της κωμωδίας, όπως ο Βασίλης Αυλωνίτης, ο Κώστας Χατζηχρήστος, ο Ορέστης Μακρής, ο Ντίνος Ηλιόπουλος και η Ρένα Βλαχοπούλου. Έχοντας κλέψει την παράσταση και κάνοντας ήδη αισθητή την παρουσία της στα καλλιτεχνικά δρώμενα της εποχής, το καλοκαίρι του 1957 δέχεται πρόταση και φωτογραφίζεται με μπικίνι για το εξώφυλλο του περιοδικού «Γυναίκα», το πρώτο γυναικείο περιοδικό της εποχής.

Σημαντική στιγμή της καριέρας της που έμελλε να την απογειώσει ήταν η γνωριμία της με τον Γιάννη Δαλιανίδη. Το 1962 έπαιξε στο πρώτο μιούζικαλ ελληνικής παραγωγής, «Μερικοί το προτιμούν κρύο». Να σημειωθεί εδώ πως ήταν η τρίτη επιλογή του μετά τη Φόνσου που αρνήθηκε και τη Λάζου που ήταν ασυνεπής στα γυρίσματα. Η συνέχεια είναι γνωστή σε όλους. Συμμετείχε σε όλα τα μιούζικαλ του αείμνηστου Δαλιανίδη. «Κάτι και να καίει» (1964), «Κορίτσια για φίλημα» (1965), «Μια κυρία στα μπουζούκια» (1967), «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (1967), «Μαριχουάνα Στοπ» (1971). Χόρεψε σε όλα, αλλά υπήρξε ένα στο οποίο τραγούδησε κιόλας, στο «Γοργόνες και Μάγκες» (1968), το «Ο άντρας που θα παντρευτώ», σε μουσική του ταλαντούχου Μίμη Πλέσσα και στίχους του υπέροχου Λευτέρη Παπαδόπουλου, αφήνοντας το δικό της μοναδικό στίγμα.

Η Μάρθα Καραγιάννη έλαμψε με την παρουσία και την ομορφιά της στη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου. Ειδικά την περίοδο  του ’60 μεσουρανούσε. Το 1969 δε δίστασε να τσαλακώσει την εικόνα της για τις ανάγκες του μοναδικού κινηματογραφικού ρόλου στην πορεία της καριέρας της. Ο Φώσκολος την πείθει να πρωταγωνιστήσει στην ταινία του «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» δίπλα στη Νόρα Βαλσάμη, την Μάρθα Βούρτση, τον αξέχαστο Κώστα Καζάκο και τον Άγγελο Αντωνόπουλο.

Επόμενη ταινία της, «Το ανθρωπάκι», σκηνοθεσία Δαλιανίδη, προβλήθηκε στα τέλη του 1969. Επρόκειτο για μια σάτιρα των ταινιών μελό που είχαν κατακλύσει εκείνη την περίοδο τον ελληνικό κινηματογράφο. Η Μάρθα υποδύεται ένα λαϊκό κορίτσι που φιλοδοξεί να γίνει σταρ του σινεμά, ένας κωμικός ρόλος με δραματικές πινελιές. Η ίδια παραδέχτηκε πως ήταν η αγαπημένη της ταινία.

Οι κινηματογραφικές εμφανίσεις αραίωσαν μετά την κατάρρευση του εμπορικού κινηματογράφου από τα μέσα της δεκαετίας του’ 70. Στην πιο πρόσφατη εποχή έπαιξε στις ταινίες «Πεθαίνω για σένα!» (2009) του Νίκου Καραπαναγιώτη, δίπλα σε νεότερους συναδέλφους της, όπως την Ελένη Ράντου, τον Φάνη Μουρατίδη και τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, καθώς και στην κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Θοδωρή Αθερίδη «Πεθαίνω από έρωτα» (2014), δίπλα στον  ίδιο, τη Σμαράγδα Καρύδη και την Παναγιώτη Βλαντή. Την δεκαετία του ‘80 πρωταγωνίστησε σε βιντεοταινίες.

Τον Οκτώβριο του 1977 πραγματοποίησε με επιτυχία το ντεμπούτο της στη μικρή οθόνη, με την κωμική σειρά του Κώστα Πρετεντέρη «Ο Δρόμος» στην ΥΕΝΕΔ. Συνέχισε με τις δημοφιλείς σειρές «Ο Ανδροκλής και τα λιοντάρια του» (1985) στην ΕΡΤ2 και «Οι Μικρομεσαίοι» του Γιάννη Δαλιανίδη (1992) στο Mega. Μεταγενέστερα, έκανε μερικές τηλεοπτικές εμφανίσεις, με πιο γνωστές τη μητέρα της Ελένης Ράντου, τη Φωφώ, στο «Κωνσταντίνου και Ελένης» στον ΑΝΤ1 (2000) και τη νεόπλουτη πεθερά στις «Επτά θανάσιμες πεθερές» στο Mega (2006).

Στη θεατρική πορεία της στράφηκε κυρίως προς τον δρόμο της πρόζας. Έπαιξε στην «Όμορφη Πόλη», στο θέατρο «Παρκ», σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Τον χειμώνα του 1972 ανέβασε μια ιδιαίτερα φιλόδοξη και πρωτότυπη για τα δεδομένα του ελληνικού θεάτρου παράσταση, το μιούζικαλ «Καμπαρέ», που εκείνη την περίοδο στο Broadway έκανε θραύση, με πρωταγωνίστρια τη Λάιζα Μινέλι. Το έργο το ανέβασε σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, με συμπρωταγωνιστές τους Ντίνο Ηλιόπουλο, Κώστα Πρέκα, Βαγγέλη Βουλγαρίδη και Κατερίνα Γιουλάκη. Παρ’ όλο που η παράσταση απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, δε σημείωσε την επιτυχία που όλοι περίμεναν και σε τρεις μήνες κατέβηκε.

Τη δεκαετία του’80 έπαιξε στο αμερικανικό μιούζικαλ «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθιές», δίπλα στην αείμνηστη Ζωή Λάσκαρη, σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή. Στα 90s ξεχώρισε για τις μοναδικές της ερμηνείες σε αξιομνημόνευτα έργα πρόζας. Μερικά από αυτά ήταν το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλλο (1992-1993), το «Όταν οι γυναίκες το γλεντούν» του Γκολντόνι (1998) και το  «Αρσενικό και παλιά δαντέλα» του Κέσελρινγκ (1999-2000).

Στην κινηματογραφική της πορεία όλοι τη θυμούνται με τον πιο συχνό της παρτενέρ, τον μοναδικό Κώστα Βουτσά. Μαζί αποτέλεσαν ένα από τα πιο αγαπημένα τηλεοπτικά ζευγάρια του ελληνικού κινηματογράφου. Όλοι τους ήθελαν μαζί και στην πραγματικότητα, όμως κανείς τους δεν είχε τέτοιες βλέψεις. Ήταν -όπως έλεγαν- δύο πολύ καλοί φίλοι, παρά το γεγονός πως κανείς δεν τους πίστευε. Ο Κώστας Βουτσάς μάλιστα είχε πει «Ωραία γυναίκα, ποτέ όμως δεν είχα κάτι μαζί της. Μόνο φίλοι. Πάντα θα είμαστε φίλοι». Ο ίδιος άλλωστε τόνιζε συνεχώς πως πίστευε στη φιλία μεταξύ ανδρών και γυναικών. Και η ίδια όμως είχε δηλώσει «Να το ξαναπώ για πολλοστή φορά, όσο και αν δε με πιστεύουν, πως δεν υπήρξαμε ζευγάρι. Κι ας πίστευε ο κόσμος πως εκτός από ζευγάρι στην οθόνη, είμαστε και στη ζωή. Ας πιστεύουν ό,τι θέλουν. Με τον Βουτσά μάς δένει μια αγάπη αληθινή, δυνατή, αγνή και αιώνια». Και τελικά η φιλία τους επισφραγίστηκε με τον καλύτερο τρόπο, αφού η Μάρθα έγινε κουμπάρα στον γάμο του με την Αλίκη Κατσαβού.

Η Μάρθα Καραγιάννη γνώρισε το πολύ δυνατό συναίσθημα του έρωτα στην προσωπική της ζωή δύο φορές και τις δύο με ποδοσφαιριστές. Το 1959 παντρεύεται τον διεθνούς φήμη ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού, Μίμη Στεφανάκο, ένας γάμος γεγονός για την κοσμική Αθήνα της εποχής. Χωρίζουν ένα χρόνο αργότερα και το 1973 γνωρίζει τον διεθνή ποδοσφαιριστή, τερματοφύλακα του Παναθηναϊκού, Βασίλη Κωνσταντίνου. Η σχέση τους κράτησε δώδεκα χρόνια και διαλύθηκε το 1985, λίγο πριν επισφραγιστεί και επισημοποιηθεί με τον γάμο τους.

Το πιο χαμογελαστό κορίτσι, το πιο ξεχωριστό πλάσμα, η γυναίκα fam fatal του ελληνικού κινηματογράφου, εκείνη που άφησε το προσωπικό δικό της στίγμα και μάγεψε τα καλλιτεχνικά δρώμενα, υπηρετώντας τον χώρο του θεάματος και της έβδομης τέχνης, έφυγε αθόρυβα -όπως πάντα ήθελε- στο δωμάτιο του σπιτιού της, το μεσημέρι της 18ης Σεπτεμβρίου, έχοντας δίπλα της την αγαπημένη της φίλη και συνοδοιπόρο, Ντόρα Δούμα, και τον ψυχίατρο και φίλο της, Δημήτρη Σούρα.

Μας άφησε παρακαταθήκη τα έργα της για να μην την ξεχάσουμε ποτέ. Πώς θα μπορούσε άραγε να ξεχαστεί το μπρίο, το κέφι και η ζωντάνια της; Έφυγε να βρει τους σπουδαίους φίλους της και να φτιάξουν τον δικό τους θίασο εκεί ψηλά. Καλό ταξίδι, Μαρθούλα μας, και καλή αντάμωση με τον Κώστα και όλα τα λαμπρά αστέρια!

 

Πηγή φωτογραφίας

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Μαριάννα Χατζή
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.