

Κι έρχεται μια μέρα που αυτό που θέλαμε τόσο, γίνεται πραγματικότητα. Ο ανώτερός μας μάς καλεί, γεμάτος ικανοποίηση και χαρά, για να μας ανακοινώσει ότι αναγνωρίστηκαν τα άριστα επαγγελματικά μας προσόντα, οι δεξιότητές μας και οι ικανότητές μας αξιολογήθηκαν όπως αρμόζει. Η εμπειρία, ο χρόνος και ο κόπος που καταβάλλουμε καθημερινά για την επίτευξη των στόχων της εταιρείας μας έπιασαν τόπο και η θέση προαγωγής είναι πλέον δική μας.
Πολλοί από εμάς, που επιθυμούν την επαγγελματική εξέλιξη, έχουν φιλοδοξίες και έχουν αφιερώσει πολύ μεγάλη προσπάθεια μέσω συστηματικής μελέτης, αυτοαξιολόγησης, απόκτησης περισσότερων δεξιοτήτων και ικανοτήτων. Αισθάνονται ικανοποίηση – είναι μέρα γιορτής. Άλλωστε, η προοπτική της προαγωγής αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα κίνητρα για να δίνουμε καθημερινά τον καλύτερό μας εαυτό, να επιδιώκουμε συνεχή βελτίωση και να αποδίδουμε τα μέγιστα.
Στον δρόμο μας έχουμε συναντήσει πολλούς συναδέλφους που, χωρίς να το αξίζουν, έχουν ανέβει στην ιεραρχική σκάλα και έχουν γίνει «αφεντικά» χωρίς προσόντα. Εάν ανήκουμε στην κατηγορία των εργαζομένων που πιστεύουμε ότι για να προΐσταται κάποιος πρέπει να υπερέχει σε πολλά σημεία των υφισταμένων του, να έχει πολύ καλή γνώση του κύκλου των εργασιών, να διαθέτει – πέραν των επαγγελματικών γνώσεων που απαιτεί η δουλειά – και ηγετικές τάσεις, να αναλαμβάνει ευθύνες, να καθοδηγεί και να είναι πάντα εκεί για όλη την ομάδα ως συνεργάτης, τότε μια πρόταση για προαγωγή αποτελεί και μια πολύ μεγάλη πηγή άγχους και συνοδεύεται από φόβο, ανησυχίες και δεύτερες σκέψεις.
Εάν είμαστε σίγουροι ότι οι περισσότερες ευθύνες που καλούμαστε να αναλάβουμε, οι μεγαλύτερες και πιο έντονες προσπάθειες που οφείλουμε να καταβάλλουμε, οι «εκπτώσεις» και οι συμβιβασμοί που πρέπει υποχρεωτικά να κάνουμε στη συνεργασία μας με τους ανωτέρους και τους συναδέλφους μας, καθώς και ο επιπλέον χρόνος που απαιτείται από την προσωπική μας ζωή, μας δημιουργούν ψυχική πίεση και έντονο στρες, τότε οφείλουμε να προστατέψουμε τον εαυτό μας και να αρνηθούμε.
Δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι λιποψυχούμε ή το βάζουμε στα πόδια επειδή αναγνωρίζουμε τις ικανότητές μας και σεβόμαστε τα «θέλω» μας. Το να ξέρουμε τι ακριβώς θέλουμε για τον επαγγελματικό μας βίο, μέχρι πού φτάνουν οι φιλοδοξίες και οι αντοχές μας, τι επιδιώκουμε για να είμαστε ικανοποιημένοι και χαρούμενοι, δεν αποτελεί μειονέκτημα. Αντίθετα. Το να επιλέγουμε να παραμείνουμε στις θέσεις μας, με τα ίδια καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που γνωρίζουμε να διεκπεραιώνουμε καλά, που μας προσφέρουν συνθήκες ασφάλειας και ηρεμίας, χωρίς πίεση και με τις ίδιες απολαβές, σημαίνει ότι έχουμε επίγνωση των προτεραιοτήτων μας. Έχουμε κατασταλάξει στο τι ζητάμε από τη ζωή μας. Μπορεί να μην έχει τόσο μεγάλη σημασία για εμάς η καριέρα· μπορεί να μας ικανοποιούν άλλοι τομείς και δραστηριότητες πέραν των επαγγελματικών. Ίσως θεωρούμε ότι τα χρήματα δεν είναι ικανοποιητικά και δεν αξίζουν τις υποχωρήσεις που καλούμαστε να κάνουμε. Ή μπορεί να αισθανόμαστε ότι οι ανώτεροί μας δεν μας εμπνέουν την εμπιστοσύνη που επιθυμούμε. Είναι αποκλειστικά δικό μας δικαίωμα να αποφασίσουμε εάν θα δεχθούμε ή όχι μια θέση προαγωγής – και μόνο εμείς ξέρουμε τι είναι καλύτερο για εμάς.
Υπάρχει και η κατηγορία των εργαζομένων που τα δίνουμε όλα στη δουλειά μας: την αγαπάμε, θυσιάζουμε τον προσωπικό μας χρόνο, δουλεύουμε βράδια, Σαββατοκύριακα, προσπαθούμε να γίνουμε απαραίτητοι στον χώρο εργασίας μας, επενδύουμε στην απόκτηση γνώσεων, πάμε πρώτοι στο γραφείο και φεύγουμε τελευταίοι, κατανοούμε πλήρως τις ανάγκες που προκύπτουν, αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες και λύνουμε ό,τι προβλήματα παρουσιαστούν. Είμαστε γενικώς, παντός καιρού. Μας «θρέφει» η δουλειά και θέλουμε πάντα κάτι παραπάνω – και παλεύουμε γι’ αυτό.
Το να επιθυμούμε, να προσπαθούμε και να στοχεύουμε σε μια θέση προαγωγής είναι άκρως θεμιτό, φυσιολογικό, δίκαιο και αποδεκτό. Όταν μας προτείνουν, λοιπόν, τη θέση που ονειρευόμασταν και περιμέναμε, είναι όντως μεγάλο κατόρθωμα – και αξίζει να συγχαρούμε τον εαυτό μας. Με τόση σκληρή δουλειά, με τέτοια επένδυση που έχουμε κάνει, η αποδοχή της πρόκλησης για περισσότερες και μεγαλύτερες ευθύνες σηματοδοτεί μια καινούργια, πιο παραγωγική επαγγελματική περίοδο στη ζωή μας.
Το να γίνουμε, όμως, καλοί προϊστάμενοι και να επιτύχουμε τους στόχους, ανταποκρινόμενοι στις δυσκολίες της θέσης, απαιτεί ακόμη πιο σκληρή προσπάθεια. Πέρα από τη χαρά, την ικανοποίηση και την επιβεβαίωση, πρέπει να ακολουθήσουμε συγκεκριμένες τακτικές και μεθόδους που θα διασφαλίσουν τη σωστή παραμονή μας στη θέση μας.
Καταρχάς, ας μην ξεχνάμε ότι όλοι μας ξεκινήσαμε ως απλοί υπάλληλοι. Και ως υπάλληλοι ξέρουμε πολύ καλά τι θέλουμε – και τι δε θέλουμε – από τους ανωτέρους μας. Δεν έχουμε ανάγκη από αλαζόνες, υπερόπτες, ανίδεους αχυράνθρωπους που εκμεταλλεύονται καταστάσεις και ανθρώπους μόνο και μόνο για να είναι αρεστοί και να απολαμβάνουν τα οφέλη της θέσης. Από αυτούς έχουμε κυριολεκτικά χορτάσει. Αρκεί να έχουμε στο μυαλό μας, ως οδηγό, αυτό που είχε πει ο Σόλων: ότι όταν έχουμε μάθει να διοικούμαστε, τότε θα μάθουμε και να διοικούμε. Χρειάζεται, λοιπόν – εφόσον δεχθούμε την προαγωγή μας – να γίνουμε ένας προϊστάμενος-συνάδελφος-συνεργάτης που θα γνωρίζει κάθε μέλος της ομάδας του προσωπικά, θα ξέρει τις αδυναμίες, τις αξίες, τις ανάγκες και τα δυνατά του σημεία. Θα είμαστε αυτός που τους καθοδηγεί ως μια ομάδα με κοινό στόχο.
Το να φοβόμαστε να αναγνωρίσουμε τις ικανότητες των συναδέλφων μας, να μην αποδεχόμαστε και να κρύβουμε τα αδύναμα σημεία μας, και να προσπαθούμε – μέσα από τον φόβο της θέσης – να επιβληθούμε, είναι σαν να πριονίζουμε οι ίδιοι την καρέκλα μας. Με σεβασμό και αμοιβαία επικοινωνία θα παράγουμε αποτελέσματα, θα παίρνουμε άμεσα αποδεκτές αποφάσεις, θα λύνουμε πιο γρήγορα – και με λιγότερο κόστος – τα προβλήματα που προκύπτουν.
Το να ηγηθούμε της ομάδας μας και να την εμπνεύσουμε με τις αξίες και τα πιστεύω μας, ώστε να μας συνδράμει στην προσπάθειά μας, προϋποθέτει αυτογνωσία, συναισθηματική νοημοσύνη, ανάληψη ευθυνών και πρωτοβουλιών, παροχή ασφάλειας και υποστήριξη των συνεργατών, αυτοπεποίθηση, επιμονή, σκληρή δουλειά και θάρρος.