Όσοι έχουμε παιδιά που είναι στην ηλικία των δεκαοκτώ χρονών, ενηλικιώθηκαν δηλαδή και με τη βούλα του νόμου, αισθανόμαστε μεγάλη χαρά, ανακούφιση και ένα βάρος να φεύγει από τις πλάτες μας. Γιατί, θεωρητικά, καταφέραμε να φτάσουμε τα παιδιά μας στην ηλικία που μπορούν πλέον να ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν.

Πόσα ξενύχτια, πόσα καρδιοχτύπια, πόσες προσπάθειες, φροντιστήρια, αθλήματα, μουσικά όργανα, μπαλέτα, κολυμβητήρια;  Καθένας μας, ανάλογα και με την κοινωνική του τάξη, μόρφωση και τα χρήματα που μπορούσαμε να διαθέσουμε, βάλαμε ένα χεράκι (ή και πολλά) για τα παιδιά μας. Έτσι, τώρα, και πάλι θεωρητικά, ήρθε η ώρα τα παιδιά μας να μπορούν να φύγουν από το πατρικό τους σπίτι, για να σπουδάσουν ή να εργαστούν ή να ψάξουν τι θα κάνουν στο μέλλον τους.

Και σε αυτό το σημείο είναι που συνειδητοποιούμε την πραγματικότητα. Πώς να φύγουν; Με τι χρήματα; Μπορούμε εμείς οι γονείς να υποστηρίξουμε οικονομικά κι ένα δεύτερο σπίτι σε άλλη ή στην ίδια πόλη; Η μεσαία ελληνική οικογένεια με το ζόρι βγάζει τον μήνα της κι αυτό κάνοντας σοβαρές περικοπές, μεγάλες οικονομίες και ζώντας όλοι μαζί κάτω από την ίδια στέγη.

Οπότε, τώρα; Σε ποιον να ομολογήσουμε τι; Στους εαυτούς μας, που βλέπουμε πως είναι άπιαστο όνειρο να ζήσουμε μετά τα πενήντα μια ωραία, πιο ανέμελη ζωή, χωρίς παιδιά και καθημερινές υποχρεώσεις; Που πιστεύαμε ότι θα έρθει αυτή η πολυπόθητη στιγμή, που μόνοι μας, μέσα στο σπίτι μας, θα μπορούσαμε να κάνουμε μπάνιο κι ας βγούμε χωρίς πετσέτα; Ότι δε θα χρειάζεται να φορτωνόμαστε στο σούπερ μάρκετ και να σκεφτόμαστε “τι θα μαγειρέψω αύριο”, “πόσα πλυντήρια έχω να σιδερώσω”, “ποιος θα πρωτοκαθίσει στο καθιστικό με τη μεγάλη τηλεόραση”; Ή στα παιδιά μας, που μας ζητούσαν π.χ. να μείνουν μέχρι αργά με τη μουσική δυνατά, να φέρουν φίλους στο σπίτι ό,τι μέρα θέλουν κι εμείς τους λέγαμε: “Γίνε εσύ δεκαοκτώ χρονών, πήγαινε να σπουδάσεις και τότε, που θα έχεις το δικό σου σπίτι, κάνε ό,τι θέλεις” και τώρα καλούμαστε να τηρήσουμε αυτή μας την υπόσχεση;

Μην παρεξηγηθώ: Πολλοί γονείς αισθάνονται τυχεροί να μένουν τα ενήλικα παιδιά τους στο σπίτι μαζί τους. Έτσι έχουν μεγαλύτερη εμπλοκή, συμμετέχουν στις αποφάσεις τους, τα επηρεάζουν προς τις κατευθύνσεις και αποφάσεις που πιστεύουν ότι είναι καλύτερες, και τα προφυλάσσουν από λάθη και κινδύνους. Συνεχίζουν να φροντίζουν για τη διατροφή τους, να καλύπτουν τις ανάγκες τους, να βοηθούν στα προβλήματά τους, να τους παρέχουν ασφάλεια, σιγουριά, μια γενική επιτήρηση.

Κάποια παιδιά επωφελούνται από αυτό, τους αρέσει και τα εξυπηρετεί να μένουν στο πατρικό τους ως συγκάτοικοι με προνόμια. Υπάρχει πάντα έτοιμο φαγητό, γεμάτο ψυγείο, καθαρά ρούχα, ζεστό νερό για μπάνιο, free wifi, ελευθερία κινήσεων και ωραρίου, χαρτζιλίκι για εξόδους και διακοπές. Δεν είναι υποχρεωμένα, έτσι, να προβληματίζονται πώς θα τα φέρουν βόλτα με το μηνιάτικο των 300 euro σε μια ξένη πόλη και να πληρώσουν και τους λογαριασμούς και να μη στερηθούν τις απολαύσεις της ενήλικης ζωής.

Το θέμα είναι ότι για να ζήσει ένα παιδί σήμερα σε μια ξένη πόλη, χρειάζονται τουλάχιστον 800 με 1.000 euro τον μήνα και αυτά με οικονομία. Αυτό το ποσό, για τις περισσότερες ελληνικές οικογένειες, είναι απαγορευτικό. Γι’ αυτό και μια μερίδα των γονέων που επιθυμεί και προσδοκούσε να φύγει το παιδί από το σπίτι και να ζήσει μόνο του— όχι μόνο γιατί το ίδιο το παιδί θέλει και είναι για το δικό του καλό, αλλά και γιατί οι ίδιοι οι γονείς χρειάζονται να ζήσουν τη ζωή τους πιο ξένοιαστοι- βρέθηκαν ξενερωμένοι που αυτό δεν μπορεί να γίνει.

Είναι πολύ δύσκολο -εκρηκτικός συνδυασμός- να συγκατοικούν δύο διαφορετικές γενιές κάτω από την ίδια στέγη. Πώς μπορούμε να παντρέψουμε τις ανάγκες ενός δεκαοκτάχρονου με τις ανάγκες ενός 50+; Ο νέος θέλει να κοιμηθεί στις 3 τα ξημερώματα, να κάνει μπάνιο στις 12 τα μεσάνυχτα, να καλέσει τους φίλους του να δουν μια ταινία στις 11 το βράδυ και να τους βρει το ξημέρωμα να κουβεντιάζουν ή να κοιμούνται όλοι μαζί. Έπειτα, οι διατροφικές συνήθειες, οι ανάγκες για ηρεμία, ακόμα και το τι θα δεις στην τηλεόραση, διαφέρει όταν φτάνεις και πατάς τα 50. Νιώθεις λοιπόν σαν να έχεις ξανά συγκάτοικο όπως τότε που ήσουν στο πανεπιστήμιο, μόνο που τώρα είναι το παιδί σου και πρέπει εσύ να υποχωρείς. Συνέχεια.

Ως παθούσα, άκουσα μια πολύ καλή συμβουλή από μια μητέρα δύο αγοριών, μεγάλη στην ηλικία —περίπου στα εβδομήντα— η οποία οδηγήθηκε στο ίδιο μοτίβο, με τον σύζυγό της και τα δύο τους παιδιά, να μείνουν, δηλαδή, κάτω από την ίδια στέγη μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τους και να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Αποφάσισε, λοιπόν, από κοινού με τον σύζυγό της και τα παιδιά τους, εφόσον δεν υπήρχε εναλλακτική λύση, να αντιμετωπίσουν την κατάσταση αυτή ως συγκάτοικοι με όρια. Απαράβατος νόμος ήταν να προσπαθούν να μην παραβιάζεται η ιδιωτικότητα κανενός. Εάν κάποιος είχε την ανάγκη, την επιθυμία να απομονωθεί από την οικογενειακή στέγη, θα φρόντιζε να μείνει για λίγο μόνος του σε κάποιο ξενοδοχείο. Ο καθένας ανέλαβε τις υποχρεώσεις που του αναλογούσαν, όπως εάν έμεναν σε διαφορετικό σπίτι.

Επιπλέον, οι γονείς έδιναν στο κάθε παιδί ένα ποσό τον μήνα — σημερινά περίπου 200 με 300 euro — για τις προσωπικές τους ανάγκες. Από ‘κει και πέρα, καμία άλλη υποχρέωση δεν είχαν οι γονείς. Ό,τι φαγητό υπήρχε στο σπίτι, μαγειρεμένο από οποιονδήποτε, το έτρωγαν. Ό,τι άπλυτο υπήρχε στο καλάθι των άπλυτων, όποιος μπορούσε το έβαζε στο πλυντήριο. Όποιος ήθελε να ξενυχτήσει με φίλους ή να κοιμηθεί νωρίς, ανάλογα κανόνιζαν ποιον βόλευε να μείνει ή να φύγει από το σπίτι.

Φυσικά, υπήρξαν και διαπληκτισμοί και νεύρα και διαφορές. Συμφώνησαν όμως ότι όλα πρέπει να λύνονται με ηρεμία. Έτσι ανακάλυψαν, με τον σύζυγό της, πόσο ωραία μαγείρευε ο ένας τους γιος, πόσα καλά σιδέρωνε ο άλλος, πώς είναι να κοιμάσαι και να έχουν αναλάβει άλλοι να κλειδώσουν το σπίτι και να σου μαγειρέψουν για την επόμενη ημέρα. Όπως μου είπε, εκείνη την περίοδο έζησε με τον άντρα της μία από τις καλύτερες εποχές της κοινής τους ζωής, αφού σχεδόν κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο έφευγαν εκδρομές, για να αφήνουν ελεύθερο το πεδίο για τους νέους.

Άρα; Όλα μπορούν να πάρουν έναν όμορφο δρόμο, κι ας μην ήταν η αρχική μας επιλογή ο δρόμος αυτός. Από εμάς εξαρτάται να τον ζήσουμε όσο πιο ωραία γίνεται. Και πού ξέρεις, ίσως η συγκατοίκηση με τον 18χρονο γιο σου ή τη 18χρονη κόρη σου, να σου θυμίσουν και πόσα πράγματα ξέχασες να απολαμβάνεις για να είσαι γονιός, και πόσο ωραίο είναι να τα ξαναθυμάσαι.

Συντάκτης: Μυρτώ Ζαφειρίου