«Κι όμως είμαι ακόμα εδώ κι αυτό το καλοκαίρι» θα τον ακούσεις να φωνάζει και να το εννοεί. Όπως ο δολοφόνος που επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος έτσι και το γνήσιο παιδί-κατασκηνωτής. Ζει το χειμώνα του περιμένοντας το καλοκαίρι του, είναι περισσότερο πρόθυμο από οποιονδήποτε άλλο να αποχωριστεί τη μαμά και τον μπαμπά, έχει φίλους σε κάθε σημείο της χώρας και γενικότερα είναι το παιδί που δε βάζει  τον κώλο του κάτω.

Τα παιδικά δωμάτια ανταλλάσσονται τα καλοκαίρια με σκηνόσπιτα όπου φιλοξενούν παιδιά γεμάτα λαχτάρα να ανταμώσουν τους φίλους τους. Γιατί καλύτερες φιλίες από αυτές που δημιουργεί η κατασκήνωση δε θα βρεις τυχαία στη ζωή σου.

Το παιδί-κατασκηνωτής, λοιπόν, έχει μάθει να λειτουργεί ομαδικά, να πειθαρχεί σε κανόνες, αλλά ταυτόχρονα ζει για τις βραδινές πλάκες εις βάρος των φίλων του. Είσαι τυχερός αν έχεις πάει κατασκήνωση και δεν έχεις φάει στα μούτρα τις λεγόμενες «τούρτες» φτιαγμένες από ό,τι έρθει στο μυαλό των αλανιών της σκηνής. Οι οδοντόπαστες απλωμένες σε οποιαδήποτε μέρη του σώματος εκτός της οδοντόβουρτσας όπου θα έπρεπε να είναι, ταλαιπωρούν τον αποδέκτη, αλλά προσφέρουν στιγμές ξεγνοιασιάς και γέλιου στην τσακαλοπαρέα.

Επιπρόσθετα, δε θα δεις κατασκηνωτή που δεν ξέρει τι θα πει «κραυγή». Τραγουδάκια με νόημα, συνθήματα υποστήριξης αναδεικνύουν τη νικήτρια ομάδα της βραδιάς. Παιχνίδια ανάμεσα στα αγοράκια και στα κοριτσάκια, απίστευτο δέσιμο με τους ομαδάρχες που αντικαθιστούν το μεγάλο μας αδερφό/αδερφή για λίγο.

Ο άνθρωπος που μεγάλωσε περνώντας τα καλοκαίρια του στην κατασκήνωση είναι δημιουργικός, ανεξάρτητος και κοινωνικός. Συμμετέχει σε χίλια πράγματα ταυτόχρονα, αποτελεί τη φορτισμένη μπαταρία της παρέας μιας κι είναι σε όλα μέσα κι είναι αυτός που θα αραδιάζει μυριάδες από ιστορίες σαν αυτές του στρατού. Είναι ο σημερινός camper γιατί έχει σχέση αγάπης με το sleeping bag του και δε τον πειράζει να κοιμηθεί ακόμα και πάνω σε δέντρα, αρκεί το παρεάκι να αξίζει τα λεφτά του.

Θα τον αναγνωρίσεις απ’ την αγάπη του για τη φύση, δεν υπάρχει άλλος που να αναγνωρίζει τη μυρωδιά των πεύκων πριν καν τα μυρίσει. Αυτός που έχει χιλιοτραγουδήσει το «Πού να βρω ένα φιλαράκι», κάθε τελευταία ημέρα της κατασκηνωτικής περιόδου. Έχει κλάψει αγκαλιά με τους προσωρινούς του συγκατοίκους κι έχει παρακαλέσει τους δικούς του να τον αφήσουν ακόμα λίγο –ακόμα 22 μέρες– μακριά τους να κάνει τη ζωή που έχει ονειρευτεί, ονειροπολώντας τη στα θρανία το χειμώνα.

Θα τον δεις να τρώει οτιδήποτε βρει μπροστά του μιας και πέρασε ώρες στις τραπεζαρίες της κατασκήνωσης να χρησιμοποιεί το φαγητό σαν καύσιμο για να αντέξει τη μέρα του. Αλλά επίσης θα ‘ναι κι αυτός που όσο και να μεγαλώσει, θα εκτιμάει ένα καλό μπέργκερ και τις τηγανιτές πατάτες που προσφέρουν μία φορά την εβδομάδα. Όπως επίσης και τις μερεντούλες το πρωί που έκλεβε γεμίζοντας την τσέπη του, χωρίς λόγο. Για τη μερέντα δε χρειάζεσαι λόγο.

Έχω ακούσει πολλούς να κατηγορούν τα παιδιά της κατασκήνωσης, τα θεωρούν προσκοπάκια, φλωράκια, ανθρώπους αναγκασμένους να μένουν πίσω απ’ τα σίδερα της τρομαχτικής κατασκήνωσης, στην οποία βέβαια δεν έχουν πατήσει ποτέ οι λεγάμενοι. Αλλά πού να ήξεραν.

Πιτζάμα πάρτι, μασκέ πάρτι, βραδιές σινεμά και καλλιστείων, pool πάρτι, νυχτερινές εξορμήσεις, κρυμμένος θησαυρός, πρωταθλήματα ποδοσφαίρου, βόλεϊ, μπάσκετ, διαγωνισμοί χορού και κατανάλωση όσο περισσότερων παγωτών μπορεί κάποιος να φάει. Όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα, στριμωγμένα σε είκοσι μέρες που δε θέλεις να τελειώσουν.

Κι όποιος μπορεί να επιβιώσει από αυτές, είναι αυτός που θα έρθει με πείσμα και την επόμενη χρονιά. Δεν είναι ο φλώρος, αλλά ο ελεύθερος κι ο ατρόμητος της οικογένειας που όπου και να τον αφήσεις, θα μπορεί να κάνει φίλους απ’ το πουθενά.

Συνήθως, άτομα που δε φοβούνται τις ευθύνες ακόμα και στις διακοπές τους. Γιατί μπορεί να είσαι μακριά απ’ την αυστηρή ματιά των γονέων, αλλά τηρείς συγκεκριμένο πρόγραμμα κανόνων κι υποχρεώσεων. Και μάντεψε, τα καταφέρνει πολύ καλά και μόνος του είτε είναι 8 χρονών είτε 18.

Θα τον δεις να επιστρέφει ως επισκέπτης, όσο και να μεγαλώνει για να παίρνει τζούρες αναμνήσεων.  Θα τον ακούσεις να παραδέχεται πως έζησε σε μια μικρογραφία της κοινωνίας και να υπόσχεται πως στο μέλλον, θα στείλει το παιδί του να συνεχίσει την «θητεία του» με ακόμη περισσότερη τρέλα, δημιουργία και χαρά.

Γιατί αν είσαι κατασκηνωτής μια φορά στη ζωή σου, θα είσαι «κατασκηνωτής» για πάντα. Ελπίζω να ανήκεις σε αυτές τις αλήτισσες ψυχές και να μην έχεις στερηθεί την ανάμνηση του εαυτού σου στις ανηφόρες, κατηφόρες και στις κρυψώνες των δέντρων της δικής σου κατασκήνωσης. Η μυρωδιά των πεύκων κι η μουσική των τζιτζικιών να σε συντροφεύουν για πάντα και τέλος, να έχεις κάπου να επιστρέφεις, με το μυαλό σου, όταν σε παίρνει με το ζόρι ο χειμώνας.

 

Επιμέλεια Κειμένου Χαράς Βλαχοδήμου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Χαρά Βλαχοδήμου