Άλλη μια φορά στα γνωστά λημέρια στέκεσαι  υπομονετικά και λίγο ανήσυχα μπροστά σε μια ατελείωτη ουρά ή σε μια ανύπαρκτη, ανάλογα με τη μέρα που έχεις επιλέξει να ταξιδέψεις, κι απλώς φεύγεις. Στα λιμάνια, σε σταθμούς τρένων και ΚΤΕΛ, στ’ αεροδρόμια αφήνεις ένα κομμάτι του εαυτού σου, τους ανθρώπους σου, τα συναισθήματά σου, τις ώρες σου και πας κι έρχεσαι. Τα μέρη αυτά τα ‘χεις κάνει δεύτερο σπίτι στη νομαδική ζωή που έχεις επιλέξει κι οι αισθήσεις σου κάνουν πάρτι στη θέα ενός ακόμη εισιτηρίου. Κατάρα κι ευχή όσα νιώθει κανείς κάτι τέτοιες στιγμές. Φεύγεις κι έρχεσαι ξανά και ξανά, στο repeat αποχαιρετάς και καλωσορίζεις ανθρώπους, συγγενείς, φίλους , σχέσεις.

Ταυτότητα, λεφτά, κάρτα, κινητό checked. Κάπου τριγύρω είναι κι η βαλίτσα που κουβαλάει τα μπαγκάζια της ψυχής σου ή τα πιο πεζά πράγματα που έχεις ανάγκη. Όλα στριμωγμένα στον ίδιο χώρο, σαν να έχει την ίδια αξία εκείνο το βραχιόλι που ήταν δώρο, με την οδοντόβουρτσα. Κι έτσι όπως στριμώχνονται τα πράγματα στις αποσκευές στριμώχνονται κι όσα νιώθεις. Το πήρες το εισιτήριο; Πρόλαβες; Πήγες τελευταία στιγμή ευχόμενος κρυφά να το είχες χάσει ή στέκεσαι στην αναμονή πριν καν ανοίξει το γκισέ; Επόμενος κι επόμενος κι επόμενος ώσπου ο επόμενος να ‘σαι εσύ. Ταξίδι αναψυχής, ταξίδι ονείρων, ταξίδι ελπίδας, ταξίδι υποχρεώσεων.

 

 

Ένας μελαγχολικός κόμπος στο στομάχι ή στον λαιμό κατευνάζουν τη σύγχυση. Τι πρόσημο να έχουν όσα υποβόσκουν μέσα σου; Οι μαθηματικοί θα μας εξηγήσουν ή οι φιλόλογοι; Ποιος θα πάρει θέση για τα ενδότερά σου; Σε μια απόπειρα αναζήτησης ορισμών η καταλληλότερη λέξη είναι η μελαγχολία. Η μελαγχολία, που συνοψίζει όλα τα υπόλοιπα. Έχει την τάση άλλωστε να είναι πολύπλευρη. Η πολυδιάστατη αυτή έννοια που περικλείει μέσα της άγχη, φόβους, θλίψη ή κι ανυπομονησία για όσα έρχονται.

Ποδαρικό στη ζωή σου το νέο ξεκίνημα που σου δίνει ένα καινούργιο μέρος μακριά από τις σταθερές σου. Κι έτσι, εγκαταλείπεις ανθρώπους στο διάβα των αποφάσεών σου. Άλλοτε σε συντροφεύουν μέχρι το τελευταίο κοινό σας τετραγωνικό κι άλλοτε δεν το αντέχεις και τους αποφεύγεις. Προσπερνάς όσα δεν μπορείς να διαχειριστείς. Ένα τελευταίο φιλί, ένα τελευταίο βλέμμα και μια ή δυο φράσεις ικανές να σε στοιχειώσουν για πολύ καιρό: «Να προσέχεις», «Καλή τύχη», «Σ’ αγαπάω». Σε κυριεύει μια γλυκιά θλίψη την οποία αρνείσαι να δείξεις, γιατί θα κάνει δυσκολότερα τα πράγματα. Μ’ ένα αισιόδοξο «όλα καλά θα πάνε» επιβιβάζεσαι στο βαγόνι της νέας σου αφετηρίας. «Δε θα χαθούμε» λες, και κάπως έτσι χάνεσαι εσύ μέσα από τις στιγμές των ανθρώπων σου. Η ανάμνησή σου ξεθωριάζει ή δυναμώνει· δε χωράνε μετριότητες εδώ, αυτό δε στέκει ποτέ στη μέση, ή του ύψους ή του βάθους.

Έχεις κολλήσει στο παράθυρο συντροφιά με τις σκέψεις σου, ή κολλάνε πάνω σου τα μάτια των ατόμων που σε συνόδευσαν. Ρίχνεις ένα βλέμμα αποχαιρετισμού ευχόμενος το συναίσθημα αυτό με τον καιρό να γίνει πιο υποφερτό και να μη σε βαραίνει τόσο. Γίνεται, όμως, με τον καιρό πιο οικείο το «αντίο»; Δε νομίζω. Πάντα θα το βιώνεις στον ίδιο βαθμό ξανά και ξανά σαν κατάρα που δε σ’ αφήνει ν’ απαλλαγείς από δαύτη.

Γυρίζεις κεφάλι κι η όρασή σου έρχεται αντιμέτωπη με όσα κι όσους μένουν πίσω. Κάπως κρυφά δίνεται μια υπόσχεση επιστροφής. Μην τη μαρτυρήσεις όμως, δεν πραγματοποιείται πάντα αυτή η ευχή, οι ανάγκες σου αλλάζουν κι το εάν της μείνεις πιστός, αμφιταλαντεύεται. Καμιά φορά, κάποια πράγματα πρέπει να μένουν πίσω, όσο εσύ πηγαίνεις μπροστά, ακόμα κι αν ένα «εμπρός- πίσω» ουρλιάζει στα ενδότερά σου. Οι φωνές αυτές γίνονται φίλιες όταν το αποφασίσεις. Ίσως ο σταθμός τρένου, ΚΤΕΛ, αεροδρομίου, λιμανιού, να είναι η άγκυρά σου και το ταξίδι σου να είναι χωρίς επιστροφή. Άλλωστε, τι μπορεί ν’ αποτελέσει σταθμό στη ζωή μας κανείς δεν το γνωρίζει. Το ανακαλύπτουμε στην πορεία των χιλιομέτρων μας.

 

Συντάκτης: Άννα Καούνη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου