«Ας είμαστε απλώς συγκάτοικοι στο ίδιο σπίτι. Για τα παιδιά.» Μια όμορφη οικογένεια στα μάτια των γειτόνων, των φίλων και της κοινωνίας. Ένα ζευγάρι που έξω κάνει πράγματα μαζί, γιατί έτσι πρέπει, έτσι κάνουν οι «σωστές» οικογένειες, αλλά στο σπίτι, με το που κλείνει η πόρτα, βουλιάζει σε εντάσεις ή σιωπές, κι ύστερα συμφωνούν πάλι να βάλουν τα προβλήματα κάτω απ’ το χαλί, για το χατίρι του «σωστού» προτύπου.

Γνωστοί άγνωστοι σ’ ένα σπίτι που ίσως είχε πολλή αγάπη για τα παιδιά, όμως εκείνα μεγάλωσαν βλέποντας μια σχέση, εκείνη των γονιών τους, χωρίς σπίθα κι έρωτα, μια συμφωνία, μονάχα από συνήθεια και βόλεμα. Και τα χρόνια πέρασαν κι εκείνα τα μικρά που παρατηρούσαν για χρόνια ένα κακό θέατρο μεγάλωσαν αρκετά, τόσο ώστε να τους παιδεύει τώρα ο έρωτας, εκείνο το συναίσθημα που τους το σύστησαν με τον πιο λάθος τρόπο. Έτσι μένουν σε σχέσεις με πόνο, χωρίς ευχαρίστηση, χωρίς ικανοποίηση, απλώς μένουν, γιατί πού να πάνε; Γιατί αυτό ξέρουν να κάνουν. Γιατί αυτό έμαθαν. Γιατί έτσι μεγάλωσαν, είναι οικείο και γνώριμο αυτό το αποστειρωμένο, συμβιβασμένο, περιβάλλον.

Είναι, όμως, κι οι άλλες περιπτώσεις. «Υπάρχουν εδώ μέσα παιδάκια που οι γονείς τους είναι χωρισμένοι;» ρώτησε η καθηγήτρια της πρώτης γυμνασίου, και δύο χεράκια σηκώθηκαν δειλά από όλη την τάξη. Γύρισαν όλοι οι συμμαθητές και τα κοίταξαν με βλέμματα αθώα, που έκρυβαν μια μικρή λύπη και κάμποση συμπόνια, μα οι δυο τους δεν κατάλαβαν το γιατί. Δεν πήγαιναν διακοπές οικογενειακώς, μοίραζαν τον χρόνο τους ανάμεσα σε μαμά και μπαμπά ξεχωριστά, στις σχολικές γιορτές σπάνια ερχόντουσαν μαζί κι οι δύο γονείς τους και συνήθως έσβηναν δύο κεράκια την ήμερα των γενεθλίων τους. Αυτή ήταν η πραγματικότητά τους, που άλλες φορές τα ενοχλούσε, κάνοντάς τα νιώθουν ζήλια και θυμό που δεν ήταν σαν τα άλλα παιδάκια κι άλλες πάλι τα έκανε να αισθάνονται τόσο ξεχωριστά που, αφού η μαμά κι οι μπαμπάς δεν κοιμόντουσαν στο ίδιο σπίτι, αυτά είχαν δύο δωμάτια σε ξεχωριστά σπίτια κι ένιωθαν πλούσια από παιχνίδια, κανάκεμα κι αγάπη.

Στις μέρες μας τα διαζύγια βγαίνουν πολλά και γρήγορα, όπως τα σπυράκια μας στην εφηβεία. Και παρότι είναι πλέον φαινόμενο σύνηθες, ακόμη ακούς πολλούς παλιούς να λένε με καημό «Στην πρώτη δυσκολία διαλύεις το σπίτι σου;», ή «Θα αλλάξει, κάνε κι εσύ λίγο τα στραβά μάτια», ή και το άλλο «Ξέρεις πόση υπομονή έκανα εγώ με τον πατέρα σου, γιατί είχα εσάς;». Να μένεις με έναν άνθρωπο, δηλαδή, ενώ έχεις πολλούς και σοβαρούς λόγους για να φύγεις, να ‘σαι δυστυχής και μίζερος, επειδή φοβάσαι το τι θα πει ο κόσμος ή πώς θα τα βγάλεις πέρα ή σε τρομάζει το άγνωστο κι η αλλαγή, γιατί δε θέλεις να αναλάβεις την ευθύνη. Έτσι, ρίχνεις τον άσσο που κρύβεις στο μανίκι, την πιο εύκολη και φθηνή δικαιολογία: «Μένω για τα παιδιά». Λες και τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν, δε βλέπουν, δε ζουν τον πόνο σας. Όχι μονό το βλέπουν, αλλά το καταγράφουν, γίνεται δικό τους κομμάτι και βίωμα.

Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβουμε ότι για να ‘χεις ευτυχισμένα παιδιά πρέπει να ‘σαι εσύ ευτυχισμένος; Είτε με το γάμο σου είτε όχι. Διότι τα παιδιά μιμούνται κι αντιγράφουν, παρατηρούν κι επαναλαμβάνουν, συνήθειες, συμπεριφορές κι επιλογές. Αν μεγάλωσες σε ένα τέτοιο σπίτι, με δυο γονείς συμβιβασμένους που δε βρήκαν το θάρρος να προχωρήσουν, προσπάθησε να βρεις τη δύναμη να τους συγχωρήσεις. Αυτό ήξεραν, αυτό πίστεψαν πως ήταν το καλύτερο για εσένα εκείνη τη χρονική στιγμή. Άνθρωποι με τα λάθη τους κι αντιλήψεις ποτισμένες από κοινωνικά «πρέπει», ταμπέλες και στερεότυπα, που δε θέλησαν ή δε βρήκαν το κουράγιο να κλονίσουν, πιθανότατα γιατί μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μεγάλωσαν κι εκείνοι κι αυτές τις απόψεις πήραν κληρονομιά απ’ τους δικούς τους γονείς.

Να πούμε, όμως, κι ένα μεγάλο «ευχαριστώ» σε ‘κείνους τους γονείς που αποφάσισαν να μη συνεχίσουν την κοινή τους ζωή, όταν εκείνη έπαψε να τους δίνει λόγους να χαμογελούν. Μια υπόκλιση σε εκείνους που επέλεξαν ένα επίπονο διαζύγιο από έναν δυστυχισμένο γάμο και μια σωστή, για την κοινωνία, οικογένεια. Έτσι δίδαξαν στα παιδιά ότι πρέπει να φεύγεις από μια σχέση που δε σε ικανοποιεί κι ότι η αξία της οικογένειας δε χάνεται επειδή η μαμά κι ο μπαμπάς δε συμβιώνουν πια. Ίσα-ίσα, ενισχύεται με την αγάπη και τον σεβασμό που δείχνουν στον εαυτό τους και στα θέλω τους.

Συντάκτης: Κατερίνα Παπαδοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη