Υπήρχε πάντα κάτι δελεαστικό στη φυγή. Ελευθερία θαρρώ πως το λένε..  Ίσως γι’ αυτό κι οι άνθρωποι που φεύγουν,  φαντάζουν πάντα πιο δυνατοί από τους υπόλοιπους. Μας τρομοκρατεί το πώς κατάφεραν να κάνουν κουμάντο στο πάθος τους, στην καρδιά τους. Το πώς αντιστάθηκαν στα «μείνε» και πώς κόψανε μαχαίρι την συναισθηματική κλωστή που τους κρατούσε.

Και δεν μιλώ για εκείνους που ξενέρωσαν, τους τέλειωσε ή το σιχάθηκαν το «είναι» μας, βρε αδερφέ. Μιλώ για εκείνους που μέχρι τελευταία στιγμή μας δήλωναν πως μας νοιάζονται, πως κακό δε θέλουν να μας βρει κι άλλα τέτοια όμορφα.

Κι όσο εμείς προσπαθούσαμε να καταλάβουμε πώς γίνεται να σε νοιάζεται κάποιος και να μη βρίσκεται δίπλα σου, όσο εμείς βασανιζόμασταν να διώξουμε την κτητικότητα του έρωτα, να μάθουμε την ανωτερότητα του « σε νοιάζομαι από μακριά» και ν’ αποκτήσουμε το δικό τους θάρρος , εκείνοι αποφάσιζαν να μας αποδείξουν ότι διαθέτουν και θράσος. Πώς; Επέστρεφαν!

Τα comebacks μοιάζουν όμορφα, όταν τα συνοδεύεις με ποπ κορν, πίτσα, Coca Cola και διαρκούν 20 λεπτά το πολύ. Όσο δηλαδή χρειάζεται ένας σκηνοθέτης για να μας τα πλασάρει με δυο ωραίους ηθοποιούς και με τα λόγια που δε θ’ ακούσουμε  ποτέ στην real life. 

Γιατί αν υπήρχανε έστω για λίγο αυτά τα αισθήματα που φαίνεται να κατευθύνουν αυτά τα ωραία λόγια της επιστροφής, δε θα ‘φευγες, άνθρωπέ μου. Θα έμενες εδώ να προσπαθείς να κατανοήσεις, να πεις όσα έχεις φυλαγμένα, να βρίσεις, να φωνάξεις, ακόμη και να καταραστείς. Αλλά θα έμενες… Γιατί δε βρίσκεις τίποτα δυνατό στο να φύγεις. Γιατί μακριά από τον άνθρωπό σου η φυγή, δε διαθέτει ελευθερία. Φυλακή μόνο.

Και μπορεί η αγάπη εκείνου που μένει δίπλα σου στα δύσκολα να μη διαθέτει την ένταση και τις τυμπανοκρουσίες ενός κινηματογραφικού comeback, μπορεί οι ατάκες του να μην κερδίζουν βραβείο Όσκαρ και μπορεί να μη νιώσεις ποτέ αυτή τη γλύκα του κυνηγητού και του παρακαλετού  έρωτα που λιώνει στα πόδια σου για συγχώρεση και για να τον δεχθείς πίσω, αλλά σίγουρα δε θα σε κάνει να νιώσεις ποτέ πως η αγάπη σου δεν ήταν αρκετή από μόνη της για να μείνει εδώ.

Οι έρωτες που καίνε, δεν παγώνουν για λίγο. Δεν κάνουν διάλειμμα. Κι αν κάνουν δεν το ‘χουν επιλέξει οι ίδιοι.

Δε σου χει τύχει να φύγεις  για ένα μικρό ταξίδι για να ξεχάσεις δουλειά, ρουτίνα κι άγχη, να παγώσεις το χρόνο για λίγη απόλαυση κι όταν τελικά επιστρέψεις πίσω, οι ρυθμοί να είναι πιο έντονοι, τα άγχη μεγαλύτερα κι η δουλειά σκληρότερη; Έτσι είναι και στους έρωτες! Το να επιστρέφεις δε θα ‘ναι ποτέ ίδιο με το να μην έχεις φύγει ποτέ.

«Σε αγαπάει ο άνθρωπος που έχει αγωνία για τον αγώνα σου»  διάβασα κάπου κι αν δε βλέπουμε τη δύναμη ενός τέτοιου έρωτα, που αρνείται πεισματικά να μας αφήσει όποιες κι αν είναι οι συνθήκες και θεωρούμε πως η αγάπη κρύβεται μόνο στα μεγάλα λόγια, στις ακραίες αντιδράσεις  και στα «θέατρα» που κάποιοι ξέρουν καλά να παίζουν, τότε δεν είμαστε αντάξιοί της.

Γιατί το να μένει κάποιος δίπλα μας και να κάνει τα πάντα για να είμαστε ευτυχισμένοι φαντάζει σε εμάς αδυναμία και χειρισμός, ενώ το να χρησιμοποιεί κάποιος τη φυγή για να μας εξουσιάζει, όχι;

Δύναμη διαθέτει η φυγή, όταν ανακαλύπτεις ή αποδέχεσαι πως τα αισθήματα έπαψαν να είναι αμοιβαία. Φεύγεις με αξιοπρέπεια και φροντίζεις να μην επιστρέψεις ποτέ. Αδυναμία διαθέτει όταν την χρησιμοποιείς ως «κόλπο» για να θέσεις τους δικούς σου όρους επιστρέφοντας.

Οι άνθρωποι που φεύγουν φαντάζουν δυνατοί γιατί δεν αντικρίζουμε το πρόσωπό τους. Στέκει μπρος στα μάτια μας η αγέρωχη πλάτη τους ως εμπόδιο και δεν καταφέρνουμε να δούμε τις εκφράσεις τους, που θα μας μαρτυρούσαν όλη την ανασφάλεια και την προσμονή για όλο και περισσότερα «μείνε» που θα ήθελαν να τους φωνάζεις. Κι αν δεν το κάνεις, επιστρέφουν μια μέρα για να τα διεκδικήσουν.

Πόσο παράξενη η ανθρώπινη ψυχή τελικά! Στους μόνους που θα άξιζε να φωνάξει «μείνε» είναι εκείνοι που δε θα έφευγαν από δίπλα της ποτέ. Κι εκείνη άχνα!

Συντάκτης: Μαριάμ Πολυγένη