

Σε μια από τις πιο αγαπημένες τηλεοπτικές σειρές, στους Δύο Ξένους, ο Αλ. Ρήγας είχε πει τη διαχρονική ατάκα «οι άνθρωποι δεν ικανοποιούνται με το καλό και ψάχνουν το καλύτερο. Έτσι βρίσκουν το κακό και μένουν με αυτό από φόβο μην πέσουν στο χειρότερο». Πόσα χρόνια ύστερα αυτή η όλο νόημα και βάθος ατάκα κολλάει τόσο απόλυτα στις δικές μας ζωές. Πόσες φορές έχουμε αφήσει στην άκρη κι έχουμε διπλοκλειδώσει σε ένα ξεχασμένο ράφι τις πιο όμορφες στιγμές και αναμνήσεις με έναν άνθρωπο για να ψάξουμε κάτι καλύτερο; Και τελικά αυτό που ήρθε ήταν κάτι μέτριο αλλά μείναμε σε αυτό από φόβο, από ανασφάλεια ίσως, μην πέσουμε σε κάτι χειρότερο. Ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στις ζωές πολλών ανθρώπων όλων των ηλικιών, που παραμένουν εγκλωβισμένοι, που παρκάρουν κυριολεκτικά σε τέτοιες «μέτριες» καταστάσεις.
Γιατί, λοιπόν, όταν έχουμε μπροστά μας την ευτυχία, όταν μοιραζόμαστε τη ζωή μας με έναν άνθρωπο με καλά χαρακτηριστικά, καλό «υλικό» που λέμε, τα διαλύουμε όλα; Μήπως εκείνη τη δεδομένη στιγμή που όλα ρέουν ομαλά, αρχίζει και βγαίνει στην επιφάνεια η απληστία του ανθρώπου που θέλει διαρκώς κι άλλα, νέα πράγματα και καταστάσεις να ζήσει; Μήπως τελικά ο χαρακτηρισμός «είναι καλό παιδί» είναι από μόνος του μέτριος έως βαρετός; Σίγουρα είναι ο συνδυασμός όλων των παραπάνω, καθώς όταν πέσουμε στην παγίδα του «καλού παιδιού» ή της «καλής κοπέλας» τότε η σχέση σίγουρα ξεκινάει να μετράει αντίστροφα. Πόσο βαρετό και εξίσου κουραστικό είναι να βάζουμε ταμπέλες στους άλλους λες και ο κάθε άνθρωπος δεν είναι από μόνος του ένα σύνθετο παζλ με πολλά και διαφορετικά χαρακτηριστικά κομμάτια. Η μια πλευρά του παζλ μπορεί να απαρτίζεται από κομμάτια με φωτεινά χρώματα και η άλλη πλευρά με σκοτεινά κομμάτια.
Τι μεγάλο φορτίο είναι, επίσης, να κουβαλάει κανείς την ταμπέλα του «καλού παιδιού». Αυτή η ταμπέλα σε γεμίζει με ενοχές και ανησυχίες, σε κάνει πολλές φορές να βάζεις τον εαυτό σου σε δεύτερη μοίρα για να ικανοποιήσεις πρώτα τα «θέλω» και τις ανάγκες των άλλων. Κι αν καμιά φορά σηκώσεις κεφάλι και πεις ότι τώρα πρέπει να κοιτάξω εμένα, να κάνω κάτι για εμένα, να φωνάξω το «όχι» δυνατά, να πω δε θέλω, δεν μπορώ, τότε αμέσως φορτώνεσαι όλα τα «άλλαξες» του κόσμου: μα εσύ δεν ήσουν έτσι, άλλαξες. Τι έπαθες και συμπεριφέρεσαι έτσι; Εσύ είσαι καλοσυνάτος άνθρωπος δε σου ταιριάζει αυτή η συμπεριφορά. Μέσα από τέτοιες καταστάσεις λοιπόν, χάνουμε και διαλύουμε μια σχέση με προοπτικές γιατί δε δείχνουμε όλες τις πλευρές μας, όλους τους καλά κρυμμένους μας εαυτούς που δε θα έπρεπε να κρύβουμε προφανώς, αλλά να τους αφήνουμε ελεύθερους να λάμπουν.
Κι ύστερα έρχεται εκείνη η επόμενη σχέση που τη σκεπάζει από την αρχή ένα πέπλο μετριότητας, που λες δε θα κάτσω να ασχοληθώ και πολύ με τις παραξενιές του άλλου, αυτός/ή είμαι κι αν του/της αρέσει. Και τότε είναι που σταματάς να βελτιώνεσαι σαν προσωπικότητα και που τελικά βαλτώνεις μέσα σε μία κάτω του μετρίου σχέση. Μα η πιο σημαντική σχέση είναι εκείνη με τον ίδιο μας τον εαυτό κι αν αυτή δεν την έχουμε εξελίξει, αν δεν έχουμε αγαπήσει πρώτα τον ίδιο μας τον εαυτό, αν δεν τον έχουμε ρωτήσει τα θέλω και τις ανάγκες του, τότε πώς θα μπορέσουμε να εισέλθουμε στις ζωές άλλων χωρίς να προκαλέσουμε ταραχή;
Όλες οι σχέσεις έχουν στόμα και φωνάζουν «μη με πληγώνεις άλλο, άφησέ με να ανασάνω, να πάρω τον χρόνο μου» αλλά εμείς δεν ακούμε αυτές τις φωνές. Το μόνο που θέλουμε να ακούσουμε είναι αυτό που λέμε εμείς και φυσικά όχι τα απελπισμένα «κατάλαβέ με, έλα λίγο στη δική μου θέση, νιώσε με» του άλλου. Έτσι η σχέση γίνεται κουφή, μέτρια έως και κακή αλλά συνεχίζουμε να παραμένουμε λόγω της κλασικής ατάκας που έχει στοιχειώσει για τα καλά τις ζωές μας: «μα δε βλέπεις τι υπάρχει γύρω σου; Μείνε εκεί που είσαι και μη ζητάς παραπάνω. Είσαι μια χαρά».
Έτσι, διαιωνίζονται οι μέτριες σχέσεις και οι άνθρωποι παραμένουν σε καταστάσεις που χρόνο με τον χρόνο γίνονται ανοίκειες σε εκείνους, βαρετές και το ζευγάρι γίνεται όλο και πιο ξένο μεταξύ του. Η ζωή αυτών των ανθρώπων μετατρέπεται σε δυο παράλληλες γραμμές που δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ, που δε θα έχουν κανένα σημείο επαφής. Πόσο πιο ευτυχισμένοι θα ήμασταν τελικά οι άνθρωποι αν τολμούσαμε, αν πετυχαίναμε ή ακόμα κι αν αποτυγχάναμε. Γιατί θα ξέραμε τουλάχιστον ότι τολμήσαμε και ότι είμαστε φτιαγμένοι από τη φύση μας να αναζητούμε το καλύτερο, είτε κάτσει είτε όχι. Στην τελική αυτό αξίζει σε όλους μας, μια ολοκληρωτικά ευτυχισμένη ζωή!