Αν δούμε δυο ανθρώπους με διαφορά ηλικίας 20 και 30 χρόνια να βρίσκονται κοντά ή να περπατάνε μαζί, ίσως, να σκεφτούμε απευθείας πως είναι είτε συγγενείς είτε απλώς γνωστοί. Δεν είναι πως το κάνουμε εσκεμμένα που δεν τους εντάσσουμε με μιας ως ζευγάρι, απλώς όταν ακούμε για έρωτα και σχέση ο νους πάει αυτόματα στο συνηθισμένο κοινωνικό πρότυπο, δηλαδή ζευγάρια ίσης ηλικίας ή με μέσο όρο διαφοράς γύρω στα 2 με 5 έτη.

Κι όταν εν τέλει καταλάβουμε πως οι δυο αυτοί άνθρωποι είναι μαζί, ίσως, η πρώτη αντίδραση να ‘ναι έκπληξη, θαυμασμός ή ακόμα μια κριτική ματιά απορίας. Μα ακόμα κι αν επαινέσουμε αυτόν τον έρωτα, άραγε γιατί να πρέπει να υπερασπιστούμε κάτι το αυτονόητο; Ο έρωτας είναι αξιέπαινος, κάθε φορά, ανεξαρτήτως ηλικίας.

Κι όμως, η υπεράσπιση ή, καλύτερα, η αποδοχή ενός τέτοιου έρωτα δεν είναι πάντα αυτονόητη. Ο έρωτας με διαφορά ηλικίας μοιάζει να εντάσσεται σε μια ξεχωριστή κατηγορία σχέσεων. Παρουσιάζεται ως μια ειδική περίπτωση που χρήζει σχολιασμού, σηκώνει παρεξηγήσεις και σίγουρα έχει ερευνηθεί –και με το παραπάνω– για το αν μπορεί να ευδοκιμήσει, πόσο ευάλωτος είναι για να επηρεαστεί από κοινωνικά στερεότυπα κι αν το ηλικιακό χάσμα ανάμεσα στο ζευγάρι είναι ικανό να τους αλληλοσυμπληρώσει ή να τους φέρει σε αδιέξοδο.

Η κοινωνία έχει συγκεκριμένες στερεοτυπικές αντιλήψεις για την κάθε ηλικιακή ομάδα, ότι πρέπει να εκτελεί συγκεκριμένες δραστηριότητες ανάλογες με τις δυνατότητές της κι αν δε συμβαδίζει με αυτές, τότε το άτομο που παρεκκλίνει –ακόμα κι αν κάνει κάτι προς όφελός του ή ακόμα κι αν περνάει καλά με τις επιλογές του– φαίνεται να μη ζει σύμφωνα με την ηλικία του και να συμπεριφέρεται εκτός κοινωνικών προσδοκιών.

Ένας άνθρωπος όσο μεγαλώνει, συνήθως, ωριμάζει, αυξάνει την επιμονή του, γνωρίζει τι θέλει, έχει κατασταλάξει μέσα του στα δικά του συμπεράσματα κι έτσι μπορεί να εμπνεύσει σταθερότητα, ηρεμία, εμπιστοσύνη και να ‘ναι θελκτικός από έναν νεότερο ηλικιακά, ο οποίος θα τον θαυμάσει απόλυτα θέλοντας δίπλα του να νιώσει συναισθηματική κάλυψη κι ασφάλεια.

Βέβαια, στις μικρές ηλικίες, βρισκόμαστε συνήθως στα ντουζένια μας, μαθαίνουμε τη ζωή, ανυπομονούμε να γνωρίσουμε πράγματα και να εξελιχτούμε, ανακαλύπτοντας όσο το δυνατόν περισσότερα. Σε αυτήν την περίπτωση, κάποιος μεγαλύτερος ηλικιακά μπορεί να γίνει ο μέντοράς μας, που θα μας καθοδηγεί, θα μας μάθει και θα μας φροντίζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Η γνώση κι η σταθερότητα εμπνέουν θαυμασμό κι ο έρωτας έχει ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά· θαυμασμό στο πρόσωπο του αγαπημένου μας κι έμπνευση να γίνουμε καλύτεροι. Αντίστοιχα, η μικρότερη γενιά συχνά ανανεώνει συναισθηματικά τη μεγαλύτερη κι εμπνέει με τη σειρά της για το πείσμα, την άνεση και την ελαφρότητα της ενέργειάς της.

Η διαφορά ηλικίας ίσως να παίρνει μεγαλύτερη έκταση και να ταυτίζεται με ρόλους του ισχυρού κι αδύναμου, καθώς και με τα πατριαρχικά και μητριαρχικά πρότυπα που αναζητούμε στον/στη σύντροφό μας. Η έλξη σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας δείχνει κυρίως την ανάγκη για θαλπωρή, φροντίδα και την προσδοκία κύρους, ζητώντας το ιδεώδες, ένα ισχυρό πρότυπο που να στέκεται επάξια και με ακεραιότητα δίπλα μας, όπως θα έκανε ενστικτωδώς ο γονιός μας.

Αντίστοιχα, ο μεγαλύτερος ηλικιακά δείχνει την ανάγκη του να προσφέρει στον μικρότερο –κι ίσως αδύναμο και μη ιδιαίτερα πεπειραμένο ακόμα– αγαπημένο του όλη τη συναισθηματική του έγνοια, παίρνοντας εύκολα το ρόλο του ισχυρού κι ικανού ειδήμονα, καταφέρνοντας έτσι να γίνει άξιο πρότυπο στα μάτια του. Τέτοιου είδους συμπεράσματα, βέβαια, είναι ενδεικτικά και συνήθως εξαρτιόνται από περιβαλλοντολογικούς παράγοντες που αφορούν υποσυνείδητα αρχέτυπα ή παράγοντες ιδιοσυγκρασίας που σχετίζονται με το γούστο και την προδιάθεση.

Η διαφορά ηλικίας φέρνει προφανώς οπτική διαφοροποίηση. Το ζευγάρι μπορεί να δείχνει ανόμοιο εμφανισιακά, όμως χρειάζεται να μοιάζει εσωτερικά όσον αφορά την ιδεολογία, τις αξίες, τα ενδιαφέροντα, να μοιράζεται κοινούς στόχους και παρόμοια κοσμοθεωρία. Θα υπάρχουν σίγουρα διακυμάνσεις στις εμπειρίες του καθενός κι εκεί χρειάζεται κατανόηση κι αποταύτιση απ’ τις μεταξύ τους συγκρίσεις. Έπειτα, η επικοινωνία αρκετές φορές μπορεί να ‘ναι πολύπλοκη, αφού ο τρόπος ομιλίας από γενιά σε γενιά διαφέρει. Κι σ’ όλες αυτές τις αντιθέσεις, η ζωτικότητα του μεγαλύτερου κι η υπευθυνότητα του μικρότερου φέρνουν τις απαραίτητες ισορροπίες.

Σε γενικότερο πλάνο, οι έρευνες δε δείχνουν συσχέτιση ανάμεσα στις μεταβλητές «έρωτας» και «διαφορά ηλικίας». Περισσότερη σύνδεση, ωστόσο, υπάρχει όσον αφορά τη σχέση με διαφορά ηλικίας και την αντίσταση του κοινωνικού περίγυρου να δεχτεί αυτόν τον έρωτα. Η επιτυχία της σχέσης αποδεικνύεται ανεξάρτητη απ’ τα στερεότυπα, υπό την προϋπόθεση το ζευγάρι να παραμένει ψύχραιμο στην κριτική και να μην επιτρέπει καμιά παρέμβαση στον προσωπικό του χώρο και το κοινό του όνειρο. Από εκεί και πέρα έχει να κάνει με το μεταξύ τους ταίριασμα και την αμοιβαία απόφαση να ‘ναι μαζί. Η πίεση του περίγυρου είναι μια βασική πρόκληση, ικανή να φανερώσει τη διάθεση και το δέσιμο που έχει αναπτυχθεί σε αυτή τη σχέση.

«Η ηλικία είναι ζήτημα συναισθήματος, όχι ετών» είχε πει ο Ζιράρ κι αν τελικά το συναίσθημα αφορά τον έρωτα, τότε σίγουρα, απ’ τη στιγμή που μιλάει η καρδιά, ο έρωτας είναι έρωτας σε όλες του τις διαστάσεις και με όλους τους ηλικιακούς συνδυασμούς ταυτότητας.

 

Συντάκτης: Μάιρα Τσιρίγκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη