Πώς είναι να είσαι ερωτευμένος και παράλληλα να έχεις κι ενοχές για όσα νιώθεις; Πώς είναι να κάνεις όνειρα για έναν άνθρωπο, που ξέρεις εξαρχής ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην πραγματικότητα; Θέλεις, κι ίσως θέλει κι εκείνος τα ίδια με σένα, αλλά «δεν πρέπει», «δεν κάνει», «δε γίνεται». Εμπόδια απροσπέλαστα, παράλογα και επιθετικά ανάμεσά σας. Είναι λες και σου ‘χουν το κεκάκι στο πιάτο και αν το φας είναι πράξη παράνομη. Θα κατηγορηθείς που δοκίμασες τον καρπό, θα φανείς ασυνείδητος και οφείλεις να ντρέπεσαι.

Κολλάνε ενοχές στον έρωτα; Και πώς δέχεται ο έρωτας μια τέτοια αμυχή πάνω του; Όταν είσαι ερωτευμένος, είσαι ολοκληρωμένος. Μπορείς να αφεθείς στις σκέψεις σου ως τις 5 το πρωί κι ας δουλεύεις την επόμενη, να χαμογελάσεις τυχαία σε έναν περαστικό χωρίς παρεξήγηση. Ζεις ανέμελα, δε σε νοιάζουν και πολλά, μιλάς αυθόρμητα, δε θες περιορισμούς, δεν καταλαβαίνεις από «μη» και «δεν πρέπει». Έλα όμως που όντως «δεν πρέπει». Ο έρωτας είναι κανόνας και εξαίρεση μαζί. Απελευθερώνει και αιχμαλωτίζει. Έτσι λένε όσοι πήραν μια τζούρα μαζί του. Κατέγραψαν εμπειρίες σχεδόν παρανοϊκές, με θυσίες, χατίρια, και ένταση. Μια ανάγωγη ένταση. Που δεν υπολογίζει πάρε και δώσε. Πέφτεις, και τα φτερά σου μπορεί να ανοίξουν, αλλά μπορεί και να μην ανοίξουν ποτέ. 

Πόσες φορές δεν άνοιξαν τα προστατευτικά φτερά σου; Πόσες φορές ερωτεύτηκες και τελικά δεν έβγαλε κάπου αυτός ο πόθος; Ήθελες να ζήσεις το απόλυτο, μα το ποτήρι ξεχείλισε κι εσύ δεν είχες πιει ούτε μια γουλιά. Διψούσες, ζητούσες να ξαποστάσεις και τα παγκάκια τριγύρω ήταν πιασμένα. Δεν ήπιες, ούτε έκατσες. Προχώρησες παρακάτω γιατί παρακάτω σε πήγαινε ο δρόμος. Μα ήξερες πως κάτι δεν πήγε καλά στη διαδρομή. Κάτι σε εμπόδισε να βιώσεις αυτό που ήθελες. Σε εμπόδιζαν οι ενοχές και ο έρωτας δεν μπορούσε να βιωθεί όπως του άξιζε.

Αν έρωτας σημαίνει ολοκλήρωση, τότε οι ενοχές είναι το σκουπιδάκι που αναστατώνει και ταράζει την άψογη σύνδεση που πάνε να φτιάξουν δυο άνθρωποι που το μόνο που θέλουν είναι να αφεθούν και να ζήσουν τη δική τους ιστορία. Κι ίσως πολλές φορές τη ζουν. Βρίσκουν τον τρόπο και καταφέρνουν να βιώσουν τον έρωτά τους. Μόνο που ζουν κάπου στα σκοτάδια. Σε κρυψώνες ήσυχες που κανείς δε θα μάθει γι’ αυτές ποτέ. Είναι το μυστικό τους. Τους ενώνει ο έρωτάς τους και παράλληλα τους ενώνει και το μυστικό του έρωτά τους.

Κι όλα αυτά, αν ο ενοχικός έρωτας αφορά δύο. Αν είναι μονόπλευρος, τότε το φορτίο το σηκώνει μόνο ο ένας και η εξέλιξη σε αυτό το φινάλε δεν έχει ανατροπή. Ξέρεις από την αρχή πως δε θα προχωρήσει. Ας μην ένιωθες. Αλλά δεν μπορούσες και να το ελέγξεις. Προσπάθησε, λοιπόν, να ξεχάσεις. Αλλά πώς διώχνεις έτσι απλά τόσο έντονα συναισθήματα; Πώς ξεχνάς έναν άνθρωπο που «κανονικά» δεν πρέπει να αισθάνεσαι τίποτε άλλο παρά συμπάθεια κι εκτίμηση -τουλάχιστον;

Οι ενοχές οδηγούν σε περισσότερες άστοχες κινήσεις. Όταν δεν μπορείς να διαχειριστείς τα συναισθήματά σου, για να εξιλεωθείς από αυτά συμπεριφέρεσαι σπασμωδικά κι εντελώς ανούσια. Ίσως, γίνεσαι απότομος, αποστασιοποιείσαι, θες μεν να ρισκάρεις, αλλά κάνεις λίγη υπομονή ακόμα. Θες πολλά, αλλά θα μείνουν θεωρίες.  

Στον έρωτα αξίζει το καλύτερο. Να του δίνουμε τη σημασία που του αρμόζει χωρίς να του κοτσάρουμε κανένα «απαγορεύεται». Αν κάτι δεν επιτρέπεται είναι να τον κρίνουμε χωρίς να σεβόμαστε όσα μας προσφέρει.

Δεν είναι κακό να ερωτευτούμε, δεν είναι κακό να νιώσουμε. Ποιος θα μας ορίσει το σωστό και το λάθος; Μπορούμε όμως να σεβαστούμε. Να δεχτούμε τη θέση του άλλου και να νιώθουμε όσα μας βγαίνουν κρατώντας ωστόσο σθένος και αξιοπρέπεια. Να ζήσουμε τον έρωτα, αλλά όχι σε βάρος κάποιων άλλων. Ας πάρουμε αποφάσεις. Ας αλλάξουμε τα δεδομένα της ζωής μας ώστε να είμαστε στα φανερά με εκείνον που θέλουμε χωρίς άλλες κρυψώνες και μυστικά.

Μπορεί το παράνομο και το μυστικό να έχει μια περίεργη κι ασυγκράτητη μαγεία, αλλά πιο μαγικό είναι να ζεις ελεύθερα, επειδή επέλεξες με πυγμή και θάρρος τη ζωή που θες, χωρίς να έχεις τύψεις για τις επιλογές και τα συναισθήματά σου.

Ζήσε. Τώρα. Νιώσε τον έρωτα και άσε τις ενοχές στην άκρη. Κάνε άλλες επιλογές αν χρειαστεί, αλλά φρόντισε να βιώσεις τον έρωτα με την ένταση που του αξίζει.

Συντάκτης: Μάιρα Τσιρίγκα