«Γιοβάννα, για τσέκαρε κάτι που βρήκα, μπορεί να σε ψήνει» έγραψε η Μπόυρση, μαζί μ’ ένα link από άρθρο της Κατερίνας Κεχαγιά, που τότε σαφώς δεν είχα ιδέα πόσο σημαντικός παράγοντας θα είναι στη ζωή μου.

Μπήκα. Κι από τότε που μπήκα, δε βγήκα ποτέ. Κι αν με ρωτήσεις -που, γιατί να το κάνεις αφού το λέω κι από μόνη μου- ποια είμαι χωρίς το pillow, μπορεί και να μην έχω και πολλά πράγματα να σου πω. Γιατί έμελλε να γίνει το σπίτι μου, όταν δεν είχα τίποτα, μέχρι που απέκτησα τα πάντα.

Ακόμη θυμάμαι πόσο έτρεμα όταν έστειλα το πρώτο mail επικοινωνίας με κάτι κείμενα που είχα γραμμένα σ’ ένα μπλογκ που τότε νόμιζα ότι είναι το επόμενο big thing στα συγγραφικά δρώμενα, τίγκα στα ορθογραφικά και τα τεχνικά. Όλα για τον ίδιο γκόμενο- που έγινε σύντροφος και για τον οποίο γράφω μέχρι και σήμερα, 8 χρόνια μετά. «Σιγά μη μου απαντήσουν» έλεγα από μέσα μου, συντάσσοντας ένα κείμενο τόσο επίσημο όσο δεν είχα μιλήσει ποτέ ξανά στη ζωή μου. «Πότε μπορείτε να κάνουμε ένα σκάιπ;» ήταν η απάντηση.

Κι από εκεί και μετά το χάος. Κι είναι αλήθεια τόσο περίεργο που θυμάμαι τόσο καθαρά εκείνες τις πρώτες στιγμές, ενώ 8 χρόνια μετά έχουμε περάσει 400 μνημόνια, 3-4 κυβερνήσεις, μια δίκη της χρυσαφί αυγής, μια πανδημία -ρε φίλε αν έχεις τον θεό σου-, με τους ανθρώπους που μοιραζόμαστε την πραγματικότητα του pillowfights. Μια ιδέα που χτιζόταν βήμα βήμα μέσα από αμέτρητες φωτογραφίες με παγωτά και σουβλάκια, ιδέες που πετούσαμε τότε σ’ ένα ποστ στο facebook, δέκα-δώδεκα άνθρωποι όλοι κι όλοι, που γράφαμε 3 άρθρα τη βδομάδα γιατί δε μας έφτανε να γράψουμε λιγότερο. Κι όσο πιο μέσα έμπαινα τόσο πιο πολύ πεινούσα, σαν να είχα το μυαλό για στομάχι κι άνοιγε σκέψη τη σκέψη, έμπνευση την έμπνευση.

Θυμάμαι ακόμη και το πρώτο μπράβο, για ένα κείμενο που ρωτήθηκα αν ήταν αλήθεια ή μυθοπλασία. Ντράπηκα να πω ότι ήταν και τα δύο, γιατί τότε δεν ήξερα ότι «επιτρέπεται». Δέχτηκα τα εύσημα σχεδόν ενοχικά- δεν ήξερα καν αν τα δικαιούμουν. Άρχισε σιγά-σιγά η έκθεση να γίνεται εθιστική, να τη βρίσκω με τα δύσκολα, να γουστάρω με την πρόκληση και να μεγαλοπιάνομαι χωρίς να ξέρω καν τι ψάρια είχε η θάλασσα που κολυμπούσα. 20 χρονών, χωρίς καμία αίσθηση της ευθύνης, χωρίς να ξέρω πού πάνε τα 4, ήξερα μόνο ότι κάτι μου ταίριαζε.

Κι όντως το pillow δεν υπήρξε ποτέ σάιτ για μένα. Υπήρξε ένα ένστικτο, μια ορμή, μια κατεύθυνση. Μια ιδέα που όλο και μεγάλωνε μέχρι που πια έγινε ένα με το σώμα μου. Ήταν μια ατελείωτη πιθανότητα, μια άκαυστη ύλη που όμως καιγόταν συνεχώς κι έβγαζε θερμότητα. Από το πρώτο κείμενο, που περίμενα πατώντας τα ριφρές το ένα μετά το άλλο να πάει 9 ακριβώς για να βγει, καπνίζοντας μέσα στο άγχος καθισμένη σ΄ένα πουφ. Ήξερα ότι θέλω να γράφω. Αυτό που δεν ήξερα είναι όσα έγινε για μένα η γραφή, όλες τις μορφές που ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι μπορεί να πάρει.

Πόσα άτομα να γνώρισα άραγε; Να είναι 1000; Στο νερό. Καταλαβαίνεις το δράμα λοιπόν. Κι έρωτες είχαμε, και χωρισμούς κι απάτες και προδοσίες, κι ερωτικά τρίγωνα και γάμους, αυτούς που περιμέναμε κι εκείνους που δε σκεφτήκαμε ποτέ ότι μπορούν να συμβούν. Και μαλακίες έγιναν, ατελείωτες, και πληγώθηκα και θύμωσα κι είπα πως ποτέ πια δε θα ασχοληθώ και μάλωσα και ξαναμάλωσα κι ένιωσα αδικία, τόση που με έπνιξε. Για τις φορές που μια ιδέα δεν αναγνωρίστηκε, που μια προθεσμία με κατέβαλε, που μια συνεννόηση με έριξε, που μια απόφαση με έθιξε, για τα άτομα που έβαλα ψηλά, πιο ψηλά από την υπερηφάνεια, για το γαμημένα αλάνθαστο ένστικτο της Κεχαγιά που πάντα έλεγε «κράτα μια πισινή» κι εγώ κατέληγα πως ήταν απλώς εκνευριστικά καχύποπτη κι ύστερα έπρεπε να παραδεχτώ πως είχε δίκιο. Εκεί κι αν είχα ζόρι- πολύ μεγαλύτερο από το να της πω πως είχε άδικο- που δεν ήταν καθόλου εύκολο μερικές φορές.

Μα ήταν κι άλλες οι φορές. Εκείνες που έπεφτε ένα κείμενο στα χέρια μου και χωρίς να το καταλάβω έφτανα να κλαίω, να σοκάρομαι, να μαθαίνω, να ανοίγω το κεφάλι μου. Πόσο μεγάλη υπόθεση ν’ αφήνεις τους ανθρώπους να σε αλλάξουν. Που πήγαινε δέκα κι έντεκα και δεν το έπαιρνα πρέφα, ενώ άλλοι περιμένουν από τις εννιά το πρωί πότε θα πάει πέντε παρά ένα για να σηκωθούν να φύγουν τρέχοντας από μια δουλειά που τους κάνει κεφαλοκλείδωμα. Για όλα τα «σ’ εμπιστεύομαι» και τα «μα κάμερα έχεις βάλει;». Για τους πράσινους δείκτες και τα στριμμένα κείμενα που δε μας έκαναν η χάρη, μα τα παλεύαμε μέχρι τελικής πτώσης και τελικά τα κερδίσαμε. Για εκείνα που είπαμε «μήπως είναι ρίσκο;» που πήραμε με κομμένη ανάσα κι ας μη μας βγήκαν όλα. Όλες εκείνες τις στιγμές που έβλεπα μήνυμα στη συνομιλία και νόμιζα ότι θα ειπωθεί κάτι εξαιρετικά σοβαρό για τη δουλειά, μα έγραφε «έχουμε καμιά συμβουλή για αιφνίδιο λουμπάγκο;» και για τις άλλες που δύο το βράδυ πάντα θα υπάρχει κάποιος για να λύσει κάτι που δε λύνεται.

Τι είμαι λοιπόν χωρίς το pillow; Δεν έχω ιδέα. Σίγουρα είμαι κάποια πιο ήρεμη, χωρίς άγχος και ψι για το κινητό μου. Κάποια που ενδεχομένως θα είχε λιγότερες ημικρανίες. Κάποια που δε θα είχε γράψει ποτέ το friendzone επίσης. Κάποια σίγουρα λιγότερο ενδιαφέρουσα. Κάποια που δε θα ήξερε τη Νικολέτα, τη Βασιλική, τη Μαρία, τη Ζήνα, την Πωλίνα, τη Γεωργία, τη Χαρά, τον Γιώργο, τη Μάιρα, την Αναστασία τον Μιχάλη, την Ελίνα, τη Σοφία (δις), την Ντίντι, τον Αλέξη, τον Παναγιώτη, τον Κούτσι, τη Βάγια. Κι ίσως και για μερικούς, να ήταν καλύτερα, γιατί θα είχα γλιτώσει αρκετό κλάμα, αρκετά νεύρα και σίγουρα μπόλικη υστερία. Μα για μερικούς, πώς να το κάνουμε, θα ήταν η ζωή λιγάκι πιο άχρωμη, σαν χλιαρός γαλλικός που πίνεις γιατί βαριέσαι να τον ζεστάνεις.

8 χρόνια λοιπόν και συνεχίζουμε. Τρέλα και κάβλα μαζί. Ποιος να το ‘λεγε ότι ένα φτερό, ένα μαξιλάρι και μια τρελή Ροδίτισσα, μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή.

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου