Σ’ αγαπάω.

Ναι άκου το διάολε, γιατί κι εγώ χρειάστηκε να κατεβάσω το μισό Δούναβη για να καταφέρω να στο πω.

Και μην ακούς τώρα τη φωνή μου και καλά σταθερή και σίγουρη, όπως πολλές φορές προσπαθώ να σου πουλήσω. Μην το αγοράζεις τόσο εύκολα, γιατί θα με πείσεις πως είμαι καλή ηθοποιός τελικά.

Μα σ’ αγαπάω πιο πολύ απ’ όσο μπορείς να αντέξεις, πιο πολύ ίσως κι απ’ αυτό που καταλαβαίνει η τετράγωνη λογική σου.

Όχι για όλα αυτά τα γλυκανάλατα ηλίθια πράγματα που δε θες να ακούσεις και ούτε εγώ θέλω να στα πω. Δε μας ταιριάζουν εμάς αυτά, θυμάσαι; Εμείς έχουμε αλλιώτικο νόμο.

Σ’ αγαπάω γιατί δε με κάνεις καλύτερο άνθρωπο, μα γιατί όταν είμαι η χειρότερη εκδοχή του εαυτού μου, βλέπω στα μάτια σου μια πλήρη και καθαρή αποδοχή. Γιατί στο τσιγάρο, ανάμεσα στη θολούρα και την κούραση της μέρας, θα κάνεις την πιο γελοία γκριμάτσα κι εγώ θα γελάσω τόσο που στο τέλος θα κοροϊδεύεις απλά το γέλιο μου.

Σ’ αγαπάω γιατί μου σπας τα νεύρα τόσο, που θέλω να σου δώσω την πιο δυνατή μου σφαλιάρα. Κι εσύ το ξέρεις, γι αυτό και γελάς ειρωνικά, φορώντας το υπεροπτικό, αλαζονικό σου στυλάκι. Γιατί φωνάζουμε υστερικά, πέντε η ώρα το χάραμα στη μέση της πόλης, κρύβοντας περίτεχνα πίσω από βαριές κουβέντες, τα πιο ειλικρινή μας «σε χρειάζομαι».

Σ’ αγαπάω γιατί μ’ αφήνεις να σε βλέπω να φοβάσαι, να είσαι δειλός και ευάλωτος. Γιατί μ’ αφήνεις με την μικρή σου συστολή να σε θαυμάζω και να σε στηρίζω με τον πιο λάθος τρόπο, που για κάποιο ανεξήγητο λόγο, στο τέλος πάντα λειτουργεί.

Κι εσύ τώρα γελάς, γιατί νιώθεις αμηχανία που κάποιος μπορεί να βλέπει την πιο σκοτεινή σου πλευρά, μα δένεται πάνω της σαν μικρό παιδί στο χέρι της μάνας του. Μα ακούς κι από μέσα σου θέλεις να μάθεις κι άλλα, γιατί πάντα ήθελες να μάθεις κάτι παραπάνω.

Σ’ αγαπάω γιατί στέκεσαι δίπλα μου αμίλητος, ενώ εγώ γράφω στον υπολογιστή σου, κάνοντας πως σε αγνοώ. Γιατί δεν χρειάζεται πάντα να μιλάμε, μα στις σιωπές μου προσπαθείς να καταλάβεις τι σκέφτομαι κι εγώ το διασκεδάζω.

Σ’ αγαπάω για εκείνες τις φορές που με κοιτάς κρυφά και νομίζεις πως δεν το καταλαβαίνω, για να χαθείς και πάλι στις σκέψεις σου. Για το παλιό ξεσκισμένο σου τζιν και τον ενοχλητικό ασταμάτητο βήχα σου, για την κακή σου συνήθεια να πίνεις ότι ποτό υπάρχει στο σπίτι, για το ότι ξέρεις ποια είναι η αγαπημένη μου σοκολάτα, ή γιατί μου αγοράζεις τεκίλα στα γενέθλιά μου.

Για όλες εκείνες τις φορές που γίνεσαι ένα μικρό παιδί κι ενθουσιάζεσαι με ένα παγωτό, ή όταν έρχεσαι σπίτι μου στις τρεις το βράδυ κουρασμένος από την πρόβα σου.

Μα πάνω απ’ όλα σ’ αγαπάω γιατί μου έμαθες να αγαπάω εμένα. βλέποντάς με μέσα από τα δικά σου μάτια. Αυτά τα μάτια που στον ήλιο αλλάζουν χρώμα και σκοτεινιάζουν ξανά τη νύχτα.

Κι αν όλα πάνε στραβά και νικήσει ο χρόνος, μη φοβηθείς ποτέ ξανά. Ακούς;

Θα έχεις πάντα κάποιον να σ’ αγαπάει για όλα αυτά που εσύ δεν μπορείς να αγαπήσεις στον εαυτό σου.

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου