Έχουν μια μυρωδιά από γιασεμί και νυχτολούλουδο, μια ήπια ελαφριά γεύση σπιτικής λεμονάδας.

Έχουν την αίγλη μιας άλλης εποχής, μιας εποχής που οι άνθρωποι έβγαιναν για να διασκεδάσουν. Μιας εποχής που τα χαμόγελα ήταν περισσότερα και οι γυναίκες φορούσαν χρωματιστά φορέματα και κόκκινο κραγιόν.

Είναι χωμένα σε κρυμμένες γωνιές της πόλης, σε παλιά ξεχασμένα πάρκινγκ, πίσω από ξεβαμμένα τεράστια κτίρια, δίνοντας χρώμα σε αδιάφορους λευκούς τοίχους.

Έχουν παλιές κόκκινες ή γαλάζιες επιγραφές, με γραμματοσειρές του 60, είναι παλιομοδίτικα και κλασσικά.

Είναι τα θερινά σινεμά.

Αυτή η καλοκαιρινή αξία της ελληνικής κουλτούρας κοντεύει να χαθεί μέσα στο χάος μιας τεράστιας κλιματιζόμενης καλωδιωμένης αίθουσας κάποιου μούλτιπλεξ.

Μα τα θερινά σινεμά έχουν κάτι από έρωτα, παλιό έρωτα, αφελή, από κείνους που ζούσαν μέσα στα ζαχαροπλαστεία και στις πλατείες μιας πόλης που μπορούσες να την περπατήσεις, γιατί δεν την είχε καταπιεί ακόμα ένα αδιάφορο γκρίζο.

Παίζουν συνήθως εκείνες τις ταινίες που ποτέ δεν επιλέγεις να δεις, γιατί θα χάσεις «κάτι από χρώμα και ποιότητα ήχου», μα δες και μόνος σου πόσο πεζές ακούγονται οι παραπάνω φράσεις.

Γιατί να δεις μια ταινία 3D, ενώ μπορείς σηκώνοντας ελάχιστα το βλέμμα σου να δεις έναν ουρανό να σου χαμογελάει αστέρια;

Τι τον χρειάζεσαι τον κλιματισμό που σου παγώνει το κόκκαλο όταν έχεις την καλοκαιρινή ζέστη να σου χαϊδεύει το σώμα λίγο πριν σε δροσίσει ένα αεράκι που δε θα νιώσεις ποτέ μέσα σε τέσσερις τοίχους;

Κι αν το σκεφτείς λίγο καλύτερα, είναι ακριβώς σαν τα παλιά καφέ. Εκείνα που κάνουν καφέ μερακλίδικο, που τον ψήνουν αργά και είναι από πάνω του μη τύχει και χυθεί και δεν κάνουν φρέντο καπουτσίνο με σοκολάτα και φυτική κρέμα.

Γιατί αυτό τον φρέντο θα ζητήσουμε κι εσύ κι εγώ, γιατί θα πάμε με τα σημεία τον καιρών, μην τύχει και μας πουν παρωχημένους. Μα καμιά φορά τα απλά, τα παλιά δημιουργούν μια σχέση, μια στιγμιαία μορφή επικοινωνίας που κρατάει κάτι παραπάνω από το πάτημα ενός κουμπιού.

Θα λέει καλησπέρα και θα σου δίνει ένα πρόγραμμα με ταινίες που μάλλον έχεις ξαναδεί, μα θα είναι σα να τις βλέπεις από την αρχή με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο.

Θα σε ενοχλήσουν τα κουνούπια και ο θόρυβος της πόλης, θα ευχηθείς να είχε λίγη περισσότερη δροσιά, ή λίγο λιγότερο αέρα, θα χαλαστείς με το υποφωτισμένο ή υπερφωτισμένο τοπίο.

Μα όλα αυτά που αρνείσαι είναι ο κόσμος γύρω σου, το περιβάλλον σου που κλείνεις έξω από σένα, για να μπεις σε ένα κλουβί με ηχομονωτική ενίσχυση.

Οι καλύτερες, οι πιο αληθινές στιγμές, δεν υπήρξαν ποτέ κλεισμένες μέσα στην αποχαύνωση κάποιου εντυπωσιακού εφέ.

Ήταν πάντα ένα φιλί για καληνύχτα, μια γουλιά τζιν από το ποτήρι του άλλου, ένα μπουφάν που περνιόταν με στοργή στους ώμους σου για να μην κρυώσεις.

Ένα άγγιγμα σε διπλανές καρέκλες, σε κάποιο θερινό σινεμά, ένα βράδυ του Αυγούστου.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου