Το αγαπημένο μας μαγαζί το νιώθουμε δεύτερό μας σπίτι. Γνωρίζουμε όλους όσοι δουλεύουν με τα μικρά τους ονόματα. Αυτοί απ’ την άλλη ξέρουν πώς προτιμάμε τον καφέ μας ή τα μεζεδάκια που θέλουμε να συνοδεύουν  το λατρεμένο μας ούζο. Αγαπάμε τη μουσική ατμόσφαιρα καθώς και τη διακόσμηση. Μπορούμε να πάμε όποια στιγμή της μέρας θέλουμε γνωρίζοντας ότι θα βρούμε κάποιο δικό μας άτομο εκεί. Νιώθουμε άνεση ακόμα και να πιούμε μόνοι μας ένα ρακόμελο χαζεύοντας το κινητό μας ή διαβάζοντας ένα περιοδικό.

Είναι από εκείνα τα ζεστά μαγαζιά που μετά από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά θέλουμε να πάμε να χαλαρώσουμε για να μην κουβαλήσουμε την ένταση της ρουτίνας στο σπίτι μας κι έτσι, έχουμε την απαίτηση να μας καταλάβουν. Πολλές φορές μπερδευόμαστε απ’ την τόση άνεση και θεωρούμε ότι το κατάστημα μας ανήκει κι ότι οι άνθρωποι που μας εξυπηρετούν μας ανήκουν επίσης, έχουμε την αυταπάτη ότι είναι δικοί μας υπάλληλοι.

Κι αυτή η πεποίθηση πως μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε και πως επιβάλλεται να περάσει το δικό μας δεν είναι απλά λάθος εκτίμηση αλλά κάνει τη συμπεριφορά μας απαράδεκτη. Συχνάζουμε σ’ αυτό το μέρος επειδή νιώθουμε οικεία, δεκτό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, πως οφείλουμε να έχουμε καλή συμπεριφορά απέναντι στους ανθρώπους που εργάζονται εκεί. Να σεβόμαστε πως όταν υπάρχει πολλή δουλειά, θα πρέπει να περιμένουμε τη σειρά μας για να εξυπηρετηθούμε. Όχι να παραπονιόμαστε επειδή αργούν να φέρουν την παραγγελία μας. Ούτε γίνεται να ‘χουμε την απαίτηση να ‘ναι πάντα άδεια η «γωνιά μας» και να μας περιμένει, λες και πληρώνουμε ενοίκιο. Δεν είμαστε μόνοι μας. Το ίδιο μαγαζί μπορεί να είναι στέκι και για πολλούς άλλους.

Αρκετές φορές θεωρούμε τον σερβιτόρο φίλο μας, αλλά αυτό γιατί το ξεχνάμε όταν κάνει λάθος στην παραγγελία μας; Του μιλάμε με αγένεια κι είμαστε πεπεισμένοι ότι η συμπεριφορά μας είναι σωστή. Η κλασική ατάκα  «εγώ πληρώνω άρα έχω και το δίκιο» πάει σύννεφο. Ξεχνάμε ότι είναι επιλογή μας να πηγαίνουμε στο συγκεκριμένο μαγαζί κι οι άνθρωποι που εργάζονται εκεί απλά προσπαθούν να κάνουν την παραμονή μας πιο ευχάριστη. Δε βάζουμε τον εαυτό μας ποτέ στη θέση τους. Δεν κοιτάμε ποτέ πώς τρέχουν για να έχουμε ακριβώς αυτό που τους ζητήσαμε, και μάλιστα με την απαίτηση να είναι στην ώρα τους.

Πολλές φορές δρούμε παρορμητικά και φερόμαστε στους ανθρώπους που δουλεύουν στο αγαπημένο μας στέκι, λες κι είναι οι υπηρέτες μας. Μπορεί και να μας βγαίνει το κόμπλεξ και το απωθημένο να είχαμε μπάτλερ στο σπίτι. Πόσο λάθος είναι όλο αυτό από πλευράς μας, ξεχνάμε πραγματικά ότι κι εμείς δουλεύουμε κι απαιτούμε τον ανάλογο σεβασμό απ’ τους υπόλοιπους. Γιατί δεν τον δίνουμε σε αυτούς τους ανθρώπους που εργάζονται σκληρά για να μας εξυπηρετήσουν; Όχι να μας υπηρετήσουν!

Αν αγαπάμε πραγματικά αυτό το μαγικό μέρος που ονομάζουμε στέκι και δεύτερο σπίτι μας, θα πρέπει να μάθουμε να φερόμαστε με σεβασμό. Θα πρέπει να κάνουμε την παραμονή μας αισθητή όχι με την αγένεια αλλά με την καλοσύνη μας. Αν θέλουμε οι άνθρωποι που εργάζονται εκεί να μας θεωρούν τους καλύτερους πελάτες, αυτό δε θα συμβεί επειδή μπορεί να αφήνουμε μεγάλο πουρμπουάρ αλλά επειδή το χαμόγελό μας καθώς κι όλη η συμπεριφορά μας απέναντί τους είναι γενναιόδωρα, όμορφα κι ευγενικά. Εξάλλου, πηγαίνουμε στο συγκεκριμένο μαγαζί επειδή μας φτιάχνει τη διάθεση. Δεν αρμόζει, λοιπόν, στην προσωπικότητά μας να τη χαλάμε στους υπαλλήλους.

Εκτός απ’ τον μπάρμαν, τον σερβιτόρο, τον μάγειρα, πρέπει να σεβόμαστε και το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε. Σαφώς και τους υπόλοιπους που παρευρίσκονται στο στέκι μας, θέλοντας να απολαύσουν τον καφέ τους όπως κι εμείς. Κι επειδή το θεωρούμε δεύτερό μας σπίτι, θα πρέπει να φερόμαστε κι ανάλογα. Με σεβασμό, αγάπη κι ευγένεια!

Συντάκτης: Μόνικα Πόχρον
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη