Τα κάλαντα είναι μία απ’ τις ωραιότερες παραδόσεις, που ευτυχώς δεν ξεθώριασε στο πέρασμα των χρόνων. Όλοι έχουμε μια σχετική ανάμνηση. Μας θυμόμαστε να ξυπνάμε παραμονή Χριστουγέννων και να παίρνουμε τους δρόμους, γυρνώντας στις γειτονιές με τα τρίγωνα στα χεριά, θέλοντας να τραγουδήσουμε με ενθουσιασμό και να γιορτάσουμε τον ερχομό του Χριστού ή αντίστοιχα, μία βδομάδα μετά, να εκφράσουμε την ανυπομονησία μας για τον ερχομό του Άγιου Βασίλη.

Ποια είναι, όμως, η ιστορία πίσω απ’ αυτούς τους στίχους που επαναλαμβάνουν γενιές ολόκληρες; Από πού προέρχεται το αγαπημένο χριστουγεννιάτικο έθιμο μικρών και μεγάλων; Τα κάλαντα καθώς κι ο στολισμός του δέντρου έχουν τις ρίζες τους βαθιά στο χρόνο, αφού προέρχονται απ’ την αρχαία Ελλάδα. Βέβαια τότε δε στόλιζαν έλατο άλλα κλαδιά απ’ το φυτό ειρεσιώνη. Κι εννοείται πως δε γιόρταζαν τον ερχομό του Χριστού, άλλα με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να εκφράσουν την ευχαριστία τους στους θεούς για τη γονιμότητα του χρόνου που πέρασε, παρακαλώντας συνάμα με αυτόν τον τρόπο τη θεά Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες να προσφέρουν ευφορία και τον επόμενο.

Έτσι, λοιπόν, το διάστημα 22/09 μέχρι 20/10 παιδιά περιέφεραν τη στολισμένη ειρεσιώνη με λευκές ή κόκκινες γιρλάντες από μαλλί και κρεμασμένους φθινοπωρινούς καρπούς από πόρτα σε πόρτα και τραγουδούσαν κάλαντα, εισπράττοντας έτσι και το φιλοδώρημά τους.

Αιώνες μετά, το όνομα «κάλαντα» προήλθε απ’ τις βυζαντινές «καλένδες», που είχαν σκοπό την αναγγελία της αρχής του νέου μήνα με την έναρξη της νέας σελήνης.

Τα κάλαντα, στη μορφή που πλέον όλοι γνωρίζουμε, ψάλλονται είτε από παιδιά είτε από ενήλικες, μεμονωμένα είτε σε ομάδες. Μπορούν να συνοδευτούν από όργανα ή απλώς από ένα απλό μεταλλικό τρίγωνο, πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι ή σε όλα τα μαγαζιά της γειτονίας και σε δημοσίους χώρους. Η ερώτηση που συνοδεύει την έναρξη των καλάντων είναι το κλασικό «να τα πούμε;» κι όλοι μπορούμε να θυμηθούμε την αγωνία μας μέχρι να μας απαντήσουν και τη χαρά που παίρναμε όταν ακούγαμε «ναι, να τα πείτε», αλλά αντίστοιχα και το λυπημένο βλέμμα μας όταν μας έκλειναν την πόρτα με ένα «μας τα έχουν πει».

Ο κύριος σκοπός των καλάντων είναι να αναγγείλουμε τη μεγάλη χριστιανική εορτή που φθάνει. Έτσι, λοιπόν, ξεκινάμε πάντα με χαιρετισμό, την αναγγελία (το τραγούδι) και τις ευχές, καθώς περιμένουμε το φιλοδώρημά μας -στις μέρες μας είναι (συνήθως) χρήματα, ενώ παλαιότερα έδιναν διάφορα προϊόντα. Ένα απ’ τα κυριότερα χαρακτηριστικά τους που τα κάνει να μας φαίνονται ξεχωριστά είναι η γλώσσα στην οποία αυτά ψάλλονται, που είναι η καθαρεύουσα.

Έτσι, λοιπόν, κάθε χρόνο ανυπομονούμε να μας χτυπήσουν την πόρτα τις παραμονές, θεωρώντας το κάτι σαν γούρι και χαζεύοντας όλα αυτά τα ενθουσιώδη πιτσιρίκια που τρέχουν από σπίτι σε σπίτι και μας κάνουν ασυναίσθητα να αναπολούμε και τη δίκη μας παιδική ηλικία. Ακούμε παντού τους ψιθύρους τους πριν πλησιάσουν αρκετά, τις  χαρούμενες (ακόμη κι αν οι είναι λιγάκι φάλτσες) φωνές τους κι έναν ήχο αισιοδοξίας. Δε θα γινόταν να μην ταυτίσουμε τα κάλαντα με το χαρακτηριστικό ήχου του τρίγωνου. Ούτε μπορούμε ή θέλουμε να φανταστούμε γιορτές χωρίς αυτά, θα ήταν θλιβερά ήσυχες.

Έτσι, κάτι τέτοιες μέρες, σκεφτόμαστε τα στρατηγικά σχέδια που καταστρώναμε απ’ την προηγουμένη νύχτα με τους κολλητούς μας, αφού ο καθένας μας θυμόταν ποιος μας είχε δώσει γερό φιλοδώρημα τις περασμένες χρονιές, άρα πού πρέπει οπωσδήποτε να πάμε, καθώς και ποιους γκρινιάρηδες και τσιφούτηδες να αποφύγουμε. Κάπως έτσι βγάλαμε όλοι τα πρώτα μας χρήματα, κι όσα κι αν μας αγόραζαν οι δικοί μας, τίποτα δε συγκρινόταν με το συναίσθημα που μας πρόσφερε το παιχνίδι ή το ρούχο που αγοράζαμε με τα δικά μας λεφτά. Σαφώς και περιμέναμε βέβαια και τις επισκέψεις των συγγενών, θείοι και παππούδες πάντα τέτοια εποχή μας έδιναν σχεδόν συνωμοτικά ένα γερό χαρτζιλίκι.

Γι’ αυτό, φέτος, πριν απαντήσεις «μας τα είπαν» και κλείσεις το θυροτηλέφωνο, θυμήσου τη δική σου αγωνία όταν ρωτούσες «να τα πούμε;».

Συντάκτης: Μόνικα Πόχρον
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη