Ποιον θα προτιμούσες να πληγώσεις; Ένα πρόσωπο δικό σου που τρέφεις αισθήματα για εκείνο ή ένα πλήρως άγνωστο προς εσένα άτομο; Η απάντηση εδώ λογικά και χωρίς ιδιαίτερη σκέψη είναι μία και η ζυγαριά γέρνει προς την κατεύθυνση εκείνης της ανάγκης να προστατέψουμε τους ανθρώπους με τους οποίους συνδεόμαστε συναισθηματικά.
Μία δεύτερη ερώτηση όμως τώρα. Με ποιον θα τσακωθείς περισσότερο; Σε ποιον είναι πιθανό να ξεφύγεις και να ξεσπάσεις εκείνη τη μία στραβή μέρα που όλα θα έχουν πάει λάθος; Που θα είσαι κουρασμένος, εξαντλημένος και εκνευρισμένος;
Ποιον καταλήγεις εν τέλει να πληγώνεις με τη συμπεριφορά σου; Έναν δικό σου άνθρωπο ή έναν ξένο;
Και κάπως έτσι διαμορφώνεται στις διαπροσωπικές μας σχέσεις το εξής παράδοξο: Συχνά έχουμε την τάση να επιδεικνύουμε και να επιστρατεύουμε απέναντι σε τρίτα άτομα τις καλύτερες των ιδιοτήτων μας. Ενεργοποιείται η κοινωνική μας ευπρέπεια και οι καλοί μας τρόποι και η συμπεριφορά μας διακρίνεται από ευγένεια, τυπικότητα, εξυπηρετικότατα και κατανόηση. Από την άλλη μεριά και εξίσου συχνά αυτές οι αρετές του χαρακτήρα μας εξανεμίζονται όταν η συμπεριφορά μας έχει ως αποδέκτη ένα οικείο μας πρόσωπο, έναν γονιό, τα αδέρφια μας, έναν κολλητό, έναν σύντροφο. Θα οδηγηθούμε πολύ πιο εύκολα σε έναν καυγά μαζί τους. Θα τύχει να τους απευθυνθούμε πιο απότομα και είναι πολύ πιο πιθανό άθελά μας να παραβιάσουμε τα όρια τους. Παρά το γεγονός πως τους αγαπάμε περισσότερο.
Η συμπεριφορική αυτή τάση του να φερόμαστε υποσυνείδητα λίγο πιο άσχημα σε εκείνους που αγαπάμε περισσότερο, μολονότι ενδεχομένως μοιάζει παράδοξη στην πραγματικότητα δε στερείται καθόλου λογικής βάσης.
Κατ΄ουσίαν οφείλεται στον βαθμό οικειότητας, στο αίσθημα της ασφάλειας και της άνεσης που επικρατεί μέσα στην εκάστοτε σχέση. Συνήθως όσο μεγαλύτερη είναι η οικειότητα μεταξύ δύο ατόμων τόσο συχνότερες είναι οι τριβές και οι εντάσεις ανάμεσά τους. Αυτό διότι, απέναντι στον άνθρωπο που βρίσκεται πιο κοντά μας, είμαστε πιο χύμα, πιο αυθόρμητοι, πιο αφιλτράριστοι και πιο ο πραγματικός μας εαυτός σε όλη του την έκταση. Στα αρνητικά και στα θετικά του. Αυτό δε σημαίνει πως η ευγένειά μας απέναντι σε τρίτους ξένους ανθρώπους είναι προσποιητή και υποκριτική. Σημαίνει απλώς ότι αναγνωρίζουμε το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εκείνη την ώρα βρισκόμαστε και το οποίο επιβάλει και επιτάσσει από εμάς μία πιο συγκρατημένη συμπεριφορά. Μία αυτοσυγκράτηση που δε νιώθουμε την ανάγκη να επιδείξουμε μέσα στο σπίτι μας και κυρίως στους ανθρώπους που νιώθουμε ως σπίτι μας.
Ακριβώς διότι δίπλα στους δικούς μας ανθρώπους αισθανόμαστε αυτή την ασφάλεια και τη σιγουριά πως η κούραση, τα νεύρα μας και η μία κουβέντα παραπάνω που θα μας ξεφύγει, δε θα παρεξηγηθεί. Κι αυτό γιατί έχουμε την πεποίθηση πως οι δικοί μας άνθρωποι μας γνωρίζουν αρκετά καλά· τόσο που να είναι σε θέση να μας κατανοήσουν και να μπορούν να δουν πίσω και πέρα από τη συμπεριφορά μας. Επειδή ξέρουμε πως μας αγαπούν· τόσο που περιμένουμε και αναμένουμε πως θα είναι σε θέση να μας αντέξουν, να μας δικαιολογήσουν και να μας δεχτούν ακόμη και σε αυτές τις πιο σκοτεινές μας στιγμές.
Ωστόσο, αυτό που λησμονούμε τις περισσότερες φορές και που ακριβώς έχει ως συνέπεια τσακωμούς και καυγάδες, είναι πως κάποιος που αγαπά δεν σημαίνει ότι δεν έχει τα δικά του όρια. Δε σημαίνει πως είναι υποχρεωμένος να ανέχεται στο όνομα και για χάρη της συναισθηματικής εγγύτητας οποιαδήποτε συμπεριφορά. Δεν είναι σωστό να απαιτούμε από τον άλλον να διαδραματίζει τον ρόλο του μάντη και να μπορεί να διαγιγνώσκει κάθε φορά τι κρύβεται πίσω από τη συμπεριφορά μας. Ούτε είναι ορθό να τοποθετούμε τους ανθρώπους μας σε μία τέτοια θέση και να τους μεταχειριζόμαστε σαν συναισθηματικούς σάκους του μποξ κάθε φορά που ο έξω κόσμος μας απογοητεύει.
Διότι είναι πράγματι πανέμορφο και ανακουφιστικό το να μπορούμε να αισθανθούμε ασφάλεια με ένα άτομο. Να μη φοβόμαστε πως θα παρεξηγηθούμε με το παραμικρό. Να νιώθουμε ότι μας αποδέχονται, μας κατανοούν και μας αγαπούν ακόμη και όταν δεν είμαστε στις καλύτερες φάσεις μας. Είναι εξίσου σημαντικό όμως να θυμόμαστε πως οι άνθρωποι που μας αγαπούν έχουν τις ίδιες ακριβώς συναισθηματικές ανάγκες με εμάς που δεν έχουμε δικαίωμα να τις παραβλέπουμε. Έχουν την ίδια ανάγκη να νιώσουν ότι και εμείς τους αγαπάμε. Να αισθάνεται ο εαυτός τους ασφαλής να βρίσκεται τριγύρω μας. Ότι τους βλέπουμε, τους ακούμε και τους κατανοούμε. Ότι τους εκτιμάμε, τους υπολογίζουμε και τους σεβόμαστε και δεν τους βλέπουμε απλά ως βολικούς, ως μια λύση ανάγκης, δεν τους θεωρούμε δεδομένους που θα μείνουν δίπλα μας όπως και αν τους φερθούμε.
Είναι οι άνθρωποί μας και έχουμε ανάγκη να βρίσκονται εκεί για εμάς. Είναι όμως οι άνθρωποί μας. Και πρέπει να βρισκόμαστε εκεί για εκείνους.
