Ο μισογυνισμός ως κοινωνικό φαινόμενο εδράζεται στην αντίληψη μιας κοινωνίας δομημένης στα θεμέλια του πατριαρχικού μοντέλου οργάνωσης. Η βασική προκατάληψη στην οποία συναντά έρεισμα η περί πατριαρχίας αυτή αντίληψη είναι, ακριβώς όπως περιγράφουν και τα συνθετικά του όρου, η πεπαλαιωμένη και λαθραία διάκριση μεταξύ ισχυρού και ασθενούς φύλου. Η θεωρία αυτή τοποθετεί τον άντρα-κυρίαρχο στο επίκεντρο, απονέμοντάς του πλήθος αρετών και θετικών χαρακτηριστικών, αναγνωρίζοντάς του, ευφυΐα, λογική ικανότητα, διαύγεια σκέψης, ψυχραιμία και δύναμη. Στον αντίποδα εξαπολύει ένα «μίσος» προς το γυναικείο φύλο τοποθετώντας το σε μία υποδεέστερη θέση, περισσότερο στο σκοτάδι, πίσω και στη σκιά της αρσενικής παρουσίας, καθώς για πολλά χρόνια η θηλυκότητα ταυτιζόταν και αποτελούσε συνώνυμο της αδυναμίας, της (υπερ)ευαισθησίας, των έντονων συναισθηματικών αντιδράσεων και των περιορισμένων φυσικών και διανοητικών δυνατοτήτων και ικανοτήτων. Απόρροια όλων αυτών των στερεοτυπικών και αρνητικών αντιλήψεων ήταν, οι άντρες να θεωρούνται καταλληλότεροι να ηγούνται, να διευθύνουν να λαμβάνουν πρωτοβουλίες, να επιδίδονται στον εργασιακό στίβο να έχουν έντονη παρουσία στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή, να διαχειρίζονται και να αντιμετωπίζουν σοβαρά ζητήματα και προβλήματα ενώ οι γυναίκες επωμίζονταν έναν ρόλο πολύ πιο περιορισμένο στους περισσότερους αν όχι σε όλους τους τομείς εντός και εκτός οικογενειακής εστίας.
Παρά το γεγονός πως, παραδοσιακά, πηγή και πομπός των περί της γυναικείας κατωτερότητας απόψεων, είναι ως επί το πλείστον και στατιστικά μιλώντας, οι εκπρόσωποι του αντρικού πληθυσμού, παρατηρείται πως κατάλοιπα και απομεινάρια της θεωρίας αυτής φέρουν τόσο βαθιά τις ρίζες τους και έχουν εδραιωθεί ασυνείδητα σε τέτοια κλίμακα, ώστε, και σήμερα, όχι απλώς να επιβιώνουν ακόμη τέτοιου είδους μισογυνιστικές απόψεις, αλλά μάλιστα παραδόξως αυτές να τυγχάνουν αποδοχής και υποστήριξης από τους ίδιους τους εκπροσώπους του γυναικείου φύλου.
Στην τάση αυτή έγκειται κι αυτό που σήμερα έχει επικρατήσει να αποκαλείται ως εσωτερικευμένος μισογυνισμός. Η συνθήκη δηλαδή κατά την οποία, οι ίδιες οι γυναίκες, συχνά μάλιστα χωρίς καν οι ίδιες να το αντιλαμβάνονται, κατά τρόπο ασυνείδητο, εκφράζουν γνώμες και πεποιθήσεις που στην πραγματικότητα συνιστούν επίθεση προς το ίδιο τους το φύλο.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τέτοιων συμπεριφορών και εκφράσεων που υποδηλώνουν την ύπαρξη εσωτερικευμένου μισογυνισμού είναι η φράση «Εγώ δεν είμαι σαν τις άλλες».
Πρόκειται για την κατεξοχήν εκδήλωση εσωτερικευμένου μισογυνισμού, καθώς με τον τρόπο αυτό δημιουργεί μια διάκριση και έναν αόρατο ανταγωνισμό μεταξύ των γυναικών, οδηγεί μια γυναίκα σε απόρριψη και υποτίμηση του ίδιου της του φύλου με σκοπό την εξεύρεση αποδοχής της από τους άντρες. Με άλλα λόγια, η επικράτηση αυτής της στερεοτυπικής εικόνας για το σύνολο των γυναικών, ανεξαιρέτως και χωρίς καμία διάκριση, ως αδύναμες, υπερβολικά συναισθηματικές ή αλλιώς υστερικές όπως συνήθιζαν να τις αποκαλούν υποτιμητικά, (με τον όρο αυτό σήμερα να μην είναι πλέον αποδεκτός ιατρικά, αλλά και κοινωνικά και να αναγνωρίζεται ο σεξιστικός τόνος και το ύφος της λέξης), είχε ως αποτέλεσμα να οδηγήσει γρήγορα στη νοοτροπία, πως όποια από τις γυναίκες «κατορθώσει» να αποτινάξει από πάνω της όλα αυτά τα υποτιθέμενα μειονεκτικά χαρακτηριστικά της γυναικείας φύσης και να ξεφύγει από τη μάζα όλων αυτών των γυναικών που κατά την αυτή αντίληψη είναι όλες ίδιες μεταξύ τους, τότε θα μπορεί να τυγχάνει σεβασμού κι αποδοχής από τον αντρικό πληθυσμό.
Υπήρχε, και κατά πως φαίνεται εξακολουθεί έως κάποιο βαθμό να υπάρχει, μια τόσο αρνητικά στερεοτυπική αντίληψη και εικόνα για το σύνολο των γυναικών, ώστε παρουσιάζεται ως κάποιου είδους τίτλος και παράσημο να μπορεί κάποια να διατείνεται πως δε μοιάζει με τις άλλες γυναίκες. Στην πραγματικότητα βέβαια απλώς ξεχνάμε πως ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι παρά άλλη μια προκατάληψη, γέννημα θρέμμα της πατριαρχίας, του «τσουβαλιάσματος» και της γενίκευσης στην οποία αυτή επιδίδεται. Διότι στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που να μοιράζονται υποχρεωτικά όλες οι γυναίκες μεταξύ τους. Επειδή, για παράδειγμα, κάποιες γυναίκες είναι πιο ευαίσθητες αυτό δε δικαιολογεί το λογικό άλμα της παραδοχής πως όλες οι γυναίκες είναι ευαίσθητες. Επειδή πολλές γυναίκες είναι ευαίσθητες, δε σημαίνει πως η ευαισθησία κινείται μόνο εντός του κύκλου του γυναικείου φύλου. Υπάρχουν και άντρες που είναι εξίσου αν όχι και σε μεγαλύτερο βαθμό ευαίσθητοι από τις γυναίκες! Και σε τελική ανάλυση, πότε ακριβώς είπαμε και αποφασίσαμε πως το να διακρίνεται κάποιος (άντρας ή γυναίκα) από ευαισθησία, είναι μειονέκτημα του χαρακτήρα του και ελάττωμα της προσωπικότητάς του; Χαμένος κόπος, επομένως, να προσπαθεί κάποια να αποδείξει πως δεν είναι σαν τις άλλες γυναίκες. Διότι για κάθε νοήμονα άνθρωπο που επιλέγει να ζει στο 2025, είναι ήδη δεδομένη η αποδοχή της ατομικότητας του κάθε ανθρώπου και η απόρριψη των γενικεύσεων. Είναι ήδη δεδομένο το ότι καμία γυναίκα πράγματι δε μοιάζει με καμία άλλη γυναίκα, κανένας άντρας δε μοιάζει με κανέναν άλλον άντρα και εν τέλει κανένας άνθρωπος με κανέναν άλλον άνθρωπο.
Στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος βρίσκεται και η φράση «Εγώ δεν κάνω παρέα με γυναίκες».
Πρόκειται για ακόμη μία εκ προοιμίου απόρριψη του γυναικείου φύλου που οφείλεται στην εκ πατριαρχίας γενικευμένη αντίληψη για το σύνολο και πάλι των γυναικών, πως οι γυναίκες είναι υπερβολικά συναισθηματικές. «Αντιδρούν έντονα», «ε και είναι και λίγο drama queens». «Και τα υπεραναλύουν όλα πάρα πολύ». «Άσε που είναι συχνά κουτσομπόλες». «Καμιά φορά ίσως και λίγο κατίνες, ενώ οι άντρες είναι πιο απλοί».
Τέλος, άλλη μία κλασική φράση που μόνο εσωτερικευμένο μισογυνισμό θα μπορούσε να υποδηλώνει είναι «Το έχουν παρακάνει οι φεμινίστριες/ Καλός ο φεμινισμός αλλά…»
Καταρχάς θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι όπου «φεμινισμός» δε γίνεται λόγος για κάποιο κίνημα κατά των ανδρών, για κάποια έχθρα και εξαπόλυση μίσους, για κάποια επίθεση προς το ανδρικό φύλο. Όπως δε γίνονται δεκτές γενικεύσεις του τύπου «όλες οι γυναίκες είναι κουτσομπόλες» έτσι ακριβώς δεν τυγχάνουν αποδοχής και υποστήριξης απόψεις της τάξεως «όλοι οι άνδρες είναι γουρούνια». Ο φεμινισμός ως κίνημα δεν επεδίωξε ποτέ να δημιουργήσει ένα καθεστώς αντίστροφης πατριαρχίας, μία μητριαρχία. Αντιλαμβανόμενος απλώς την προκατειλημμένη και άνιση μεταχείριση των γυναικών επεδίωξε να την τοποθετήσει όχι μπροστά και πάνω από τον άνδρα αλλά δίπλα σε αυτόν κατά τρόπο ισότιμο. Δεν ήταν ποτέ ένας αγώνας επικράτησης μεταξύ των δύο φύλων αλλά ένας αγώνας κατάκτησης και εξασφάλισης ίσων ευκαιριών. Ένας αγώνας στη βάση, όχι του ποιος θα επικρατήσει ως το ισχυρό φύλο, αλλά στη βάση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στην αντίληψη ότι ανεξαρτήτως βιολογικών και κοινωνικών φύλων, ένας άνθρωπος πρέπει να μπορεί να έχει τις ίδιες ευκαιρίες και την ίδια αντιμετώπιση και μεταχείριση με κάθε άλλον. Ο φεμινισμός, επομένως, όχι δεν το έχει παρακάνει. Απλώς έχει βγάλει από τη βολή τους εκείνους που ήθελαν τη διατήρηση αυτής της γενίκευσης του «όλες οι γυναίκες είναι ίδιες», τη διατήρηση του ρόλου της γυναίκας στο παρασκήνιο, την υποτίμηση και την παραμονή της στη σκιώδη γωνιά που της είχε αποδοθεί. Και οι γυναίκες που επιλέγουν να χρησιμοποιούν αυτήν τη φράση είναι εκείνες που θέλουν να αποδείξουν πως δεν είναι σαν αυτές, σαν εκείνες, σαν όλες τις άλλες, αυτές «τις σουφραζέτες» που και καλά απειλούν και εχθρεύονται τη θέση των αντρών. Επιθυμούν να διαχωρίσουν τη θέση τους από τις άλλες γυναίκες, οι οποίες πιθανότητα το μόνο που απλά επιδιώκουν είναι να μην υφίστανται άδικες διακρίσεις, λόγω του φύλου τους, προκειμένου να λάβουν την αποδοχή μιας μερίδας αντρών (γιατί το είπαμε δεν είναι όλοι ίδιοι) οι οποίοι με την πρώτη ευκαιρία θα τις υποτιμήσουν, ακριβώς επειδή είναι γυναίκες.
