

Κάποτε τα καλοκαίρια σου είχαν πορτοκαλάδα με ανθρακικό, σαγιονάρα που κοβόταν στη μέση του δρόμου, άμμο και μηδέν άγχος. Δε σκεφτόσουν τι ώρα θα γυρίσεις, δεν ένιωθες ένοχος για τις πατάτες τηγανιτές που έτρωγες, δεν είχες ανάγκη να ξεφύγεις από τίποτα. Γιατί ήσουν απλώς εκεί. Με σώμα ξέγνοιαστο, μυαλό ήρεμο και μέρες που έμοιαζαν ατελείωτες. Τα μεσημέρια ήταν για παγωτό. Τα βράδια για κουβέντες στο μπαλκόνι. Κι όταν τελείωνε ο Αύγουστος, έλεγες «του χρόνου πάλι», χωρίς να σκέφτεσαι πως ίσως κάποια “του χρόνου” δε μοιάζουν σε τίποτα με τα φετινά.
Τώρα; Τώρα δεν είναι ότι χάλασε ο Ιούλιος. Εσύ άλλαξες. Κάθε καλοκαίρι που περνάει δεν είναι χαλασμένο. Είσαι εσύ που κουβαλάς το βάρος του χρόνου. Της δουλειάς που δεν τελειώνει, των ορίων που δεν κρατάς, των ρεπό που μοιάζουν με παράταση υποχρεώσεων και όχι με ευκαιρία για παύση. Το σώμα σου έχει κουραστεί να περιμένει. Η ψυχή σου έχει κουραστεί να εξηγεί. Και το καλοκαίρι σου σε περιμένει, αλλά εσύ δεν ξέρεις πια πώς να πας προς αυτό. Γιατί δε σε ξεκουράζει απλώς ο ήλιος. Σε ξεκουράζει η απουσία προσδοκίας. Κι εσύ πια, έχεις μέσα σου χιλιάδες «πρέπει», ακόμα κι όταν απλώς κάθεσαι. Το κεφάλι σου δε σταματά ποτέ. Κι έτσι το καλοκαίρι, αντί να είναι ανάσα, γίνεται ένα “ακόμα κάτι” που πρέπει να αξιοποιήσεις, να ζήσεις στο έπακρο, να ανεβάσεις στόρι. Κι όμως, ίσως δε φταίει η εποχή. Ίσως απλώς ήρθε η ώρα να πενθήσεις εκείνον τον εαυτό που δεν υπάρχει πια. Το παιδί που δεν είχε ευθύνη. Τον έφηβο που ζούσε μόνο για το παρόν. Τον φοιτητή που χανόταν στα βραδινά μπάνια και ξέχναγε το επόμενο πρωί. Εκείνες τις εκδοχές σου που είχαν τη δυνατότητα να βουτήξουν χωρίς να φοβηθούν το βάθος.
Και τώρα; Πρέπει να ζήσεις αλλιώς. Με παύσεις. Με σιωπές. Με λίγο παραπάνω φροντίδα για ένα σώμα που δεν είναι πια ανεξάντλητο. Με λίγη παραπάνω επιείκεια για μια ψυχή που κουράστηκε να προσπαθεί. Ίσως να μη θες άλλο καλοκαίρι σαν τα παλιά. Ίσως να θες ένα που δεν έχει προσδοκίες. Που απλώς είναι. Που δε χρειάζεται να σε βγάλει ανανεωμένο, ήρεμο ή πλήρη. Που απλώς θα σε χωρέσει όπως είσαι τώρα. Κουρασμένος, ήσυχος, πιο ενήλικος απ’ όσο θα ήθελες, αλλά ακόμα εσύ. Δε χρειάζεται να γυρίσεις πίσω. Χρειάζεται να συμφιλιωθείς. Ότι ο Ιούλιος δεν είναι χαλασμένος, είναι απλώς καθρέφτης. Σου δείχνει πού βρίσκεσαι τώρα. Πόσο σου λείπει η ξεγνοιασιά. Πόσο αρνήθηκες το δικαίωμα να μην κάνεις τίποτα. Πόσο δεν επέτρεψες ποτέ στον εαυτό σου να υπάρξει απλώς, χωρίς να αποδείξει τίποτα. Αυτό είναι που πονάει. Όχι η αλλαγή του καιρού. Η αλλαγή της ψυχής σου. Το ότι δεν αναγνωρίζεις πια ποιος ήσουν. Το ότι βλέπεις παλιές φωτογραφίες και σκέφτεσαι «τι ανάλαφρος που ήμουν τότε». Αλλά δεν ήταν το σώμα σου πιο ανάλαφρο. Ήταν το μυαλό σου. Ήσουν εσύ λίγο λιγότερο σφιγμένος, λίγο λιγότερο προγραμματισμένος, λίγο πιο παρών.
Και τώρα, καλείσαι να ζήσεις αλλιώς. Να βρεις χαρά στο τώρα, όχι μόνο στις αναμνήσεις. Να μη συγκρίνεις κάθε καλοκαίρι με το “τότε”. Να δεις τι μπορεί να γεννηθεί σε αυτό το καινούργιο καλοκαίρι, με αυτόν τον καινούργιο εαυτό που είσαι. Ναι, άλλαξες. Και αυτό δεν είναι κακό. Είναι έντιμο. Είναι ζωντανό. Είναι ο τρόπος που μεγαλώνεις. Και δεν έχεις καμία υποχρέωση να είσαι ο ίδιος άνθρωπος κάθε Ιούλιο. Δεν έχεις καμία υποχρέωση να νοσταλγείς ό,τι δε σε εξυπηρετεί πια. Έχεις μόνο την υποχρέωση να είσαι αληθινός με εσένα. Να κοιτάς τον ήλιο και να λες, “Φέτος, δεν έχω ανάγκη να βγω απ’ αυτό το καλοκαίρι αναγεννημένος. Έχω ανάγκη να μείνω λίγο ακίνητος. Να ακούσω. Να νιώσω. Να ξεκουραστώ από το ‘πρέπει να περάσω καλά’. Γιατί η μεγαλύτερη επανάσταση ίσως είναι αυτή, να σταματήσεις να απαιτείς από τον εαυτό σου να νιώθει όπως παλιά. Και να του δώσεις άδεια να νιώσει όπως μπορεί τώρα.
Ίσως λοιπόν να χρειάζεσαι λιγότερες φωτογραφίες και περισσότερες στιγμές που δεν τραβήχτηκαν ποτέ. Ίσως το φετινό καλοκαίρι να μη χρειάζεται πλάνα. Να μη χρειάζεται αποδείξεις. Να μην είναι συλλεκτικό. Να είναι ένα καλοκαίρι που συμβαίνει αθόρυβα, πίσω από τις αναρτήσεις και μακριά από τον θόρυβο των άλλων. Να είναι ένα καλοκαίρι που θα θυμάσαι όχι επειδή πήγες κάπου, αλλά επειδή για πρώτη φορά, από τότε που ενηλικιώθηκες, σε άφησες να μην προσπαθείς να γίνεις κάτι άλλο. Μπορείς να αντέξεις την αλλαγή. Μπορείς να σταθείς στο κέντρο σου, όσο κι αν νοσταλγείς τον εαυτό που ήσουν κάποτε. Δεν είσαι πια εκείνος. Αλλά είσαι αυτός που τον κουβαλά. Δεν είσαι το παιδί που έτρωγε παγωτά με ξυλάκια και κοιμόταν χωρίς βάρος.
Είσαι το πλάσμα που αυτό το παιδί ονειρεύτηκε. Κουρασμένο, ναι. Αλλά υπαρκτό. Ζωντανό. Πιο σοφό. Με πληγές, αλλά και με ρίζες. Και φέτος, μπορεί να μην ανέβεις σε φουσκωτό μονόκερο. Μπορεί να μη χορέψεις στις 3 τα ξημερώματα με αλάτι στα μαλλιά. Μπορεί απλώς να κάτσεις σ’ ένα μπαλκόνι και να ακούς τζιτζίκια, πίνοντας νερό με λεμόνι και προσπαθώντας να αναπνεύσεις λίγο πιο βαθιά. Ίσως αυτό να είναι η μεγαλύτερη νίκη σου. Γιατί ο Ιούλιος δε χαλάει όταν μεγαλώνεις. Χαλάει όταν τον απορρίπτεις επειδή δεν είναι όπως παλιά. Και μέσα σε αυτή την απόρριψη χάνεται η ομορφιά της στιγμής. Μείνε λίγο εκεί. Μη φύγεις από τον εαυτό σου για να φτιάξεις τον Ιούλιο όπως “θα έπρεπε”.
Άφησέ τον να σε βρει όπως είσαι. Χωρίς προσδοκίες. Χωρίς πρόγραμμα. Ίσως τότε να βρεις αυτό που ψάχνεις. Όχι τον εαυτό σου όπως ήταν κάποτε, αλλά τον εαυτό σου όπως είναι τώρα. Αλλαγμένο σίγουρα. Αλλά αληθινό. Και ικανό να νιώσει. Όχι όπως πριν. Όπως τώρα. Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε δυο αναστεναγμούς κι ένα ποτήρι παγωμένο νερό, να νιώσεις ξανά κάτι παλιό με καινούργιο τρόπο. Tην ανάλαφρη, σιωπηλή, βαθιά παρουσία του να είσαι παρών. Σε σένα. Στον Ιούλιο. Στη ζωή.