

Έμαθες να καταπίνεις. Λόγια, φωνές, ανάγκες, παράπονα. Έμαθες πως το να μη μιλάς είναι ένδειξη ωριμότητας. Ότι οι “ήσυχοι άνθρωποι” είναι αυτοί που κρατούν τις ισορροπίες. Ότι αγάπη σημαίνει να αντέχεις και πως το να λες «δεν πειράζει» σε προστατεύει από συγκρούσεις που σε τρομάζουν. Και κάπως έτσι, η σιωπή έγινε τρόπος ζωής.
Αλλά η σιωπή δεν είναι πάντα ειρήνη. Μπορεί να είναι και παράλυση. Εκείνη η παγωμένη στιγμή που θες να ουρλιάξεις και δεν μπορείς. Που νιώθεις να πνίγεσαι, αλλά δε βγάζεις άχνα. Που το σώμα σου σού ζητά να μιλήσεις, αλλά το στόμα σου δεν ανοίγει καν. Μια σιωπή που δεν κουβαλά ηρεμία, αλλά κουβαλά βάρος. Σε ρωτάνε “όλα καλά;” κι απαντάς “ναι”. Πού να εξηγήσεις τώρα το τι σε βαραίνει, τι σε πληγώνει, τι χρειάζεσαι και δεν παίρνεις; Ποιος έχει χρόνο γι’ αυτό; Και ποιος σε άκουσε την τελευταία φορά που προσπάθησες; Έτσι, μένεις στη σιωπή. Όχι γιατί είσαι καλά. Αλλά γιατί έχεις πειστεί ότι με το να μιλάς δεν αλλάζει τίποτα.
Κι εκεί είναι το επικίνδυνο. Όταν δεν πιστεύεις πια ότι η φωνή σου έχει νόημα. Όταν εγκαταλείπεις, όχι για να προστατέψεις την ηρεμία σου, αλλά γιατί έχεις χάσει την πίστη σου ότι αξίζει να ακούγεσαι.
Η σιωπή είναι βολική. Δεν προκαλεί εντάσεις, δεν τραβάει βλέμματα, δε ζητά τίποτα. Αλλά αυτή η ηρεμία είναι ψεύτικη. Είναι το είδος της ειρήνης που μοιάζει περισσότερο με νεκρική σιγή, παρά με ισορροπία. Είναι η εσωτερική συνθηκολόγηση με το «δε θα διεκδικήσω». Είναι η ωραιοποιημένη εκδοχή της παραίτησης. Και ξέρεις τι γίνεται όταν σιωπάς για πολύ καιρό; Δε μαζεύεις απλώς μέσα σου απωθημένα. Μαζεύεις και θυμό. Θυμό για τον άλλον που δεν καταλαβαίνει, θυμό για σένα που δε μίλησες, θυμό για όλα όσα δεν έγιναν ποτέ γιατί φοβήθηκες να τα διεκδικήσεις.
Η σιωπή, όσο μεγαλώνει, γίνεται κομμάτι του χαρακτήρα σου. Δε λες απλώς «δε θέλω να μιλήσω», αλλά αρχίζεις να πιστεύεις ότι δεν έχεις τίποτα να πεις. Ή ότι ό,τι έχεις να πεις είναι άσχημο, άτοπο ή υπερβολικό. Κι έτσι αρχίζεις να λες “δε βαριέσαι”, “σιγά τώρα”, “όλα καλά μωρέ”. Αλλά δεν είναι όλα καλά. Αν ήταν, δε θα ξυπνούσες με κόμπο. Δε θα μάζευες κουβέντες από το πάτωμα κάθε βράδυ. Δε θα ένιωθες τόση πίεση όταν κάποιος σου λέει “μίλα μου”. Δε θα φοβόσουν την ίδια σου τη φωνή, μήπως και ακουστεί τρεμάμενη ή θυμωμένη ή —Θεός φυλάξοι— ευάλωτη.
Γιατί κάπου εκεί είναι η ρίζα. Η σιωπή δεν είναι πάντα επιλογή. Είναι συχνά τρόμος. Τρόμος μήπως δε σε πιστέψουν. Μήπως φανείς μικρός. Μήπως φανείς υπερβολικός. Μήπως ζητήσεις πολλά. Μήπως πληγώσεις. Μήπως χαλάσεις την εικόνα. Κι έτσι, επιλέγεις να προστατεύσεις τους άλλους, πληγώνοντας τον εαυτό σου. Μα η εσωτερική ειρήνη δε χτίζεται με καταπιεσμένα συναισθήματα. Δε μεγαλώνει εκεί που φυτεύεις σιωπή. Θέλει φωνή. Θέλει να πεις “δε μου αρκεί αυτό”, “νιώθω μόνος”, “φοβάμαι”, “πληγώθηκα”, “χρειάζομαι περισσότερα”. Θέλει να διακινδυνεύσεις. Να δείξεις το χάος σου. Να εκθέσεις την αλήθεια σου.
Και ναι, κάποιες φορές η φωνή σου θα τρομάξει. Θα φέρει ρωγμές. Θα ταράξει τα νερά. Αλλά είναι προτιμότερη μια φουρτούνα που σε ξεβράζει στην αλήθεια, από μια βαλτωμένη λίμνη όπου δεν ανασαίνεις πια. Δεν είναι η ηρεμία το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι η αλήθεια. Η σιωπή που έρχεται από συνειδητή επιλογή και όχι από φόβο. Η σιωπή που λέει “νιώθω καλά μέσα μου” και όχι “δεν έχω πια δύναμη να μιλήσω”.
Θα υπάρξουν άνθρωποι που θα σε αγαπήσουν μόνο στη σιωπή σου. Γιατί βολεύονται να μη διεκδικείς. Να μην εκφράζεσαι. Να μην θυμώνεις. Γιατί όσο μένεις ακίνητος και σιωπηλός, τους μοιάζεις ακίνδυνος. Και τότε θα χρειαστεί να διαλέξεις: Θες να είσαι ήσυχος ή αληθινός;
Δεν είναι εύκολο να σπάσεις τη σιωπή. Είναι σαν να γκρεμίζεις έναν τοίχο που έχτιζες χρόνια. Αλλά πίσω από αυτόν τον τοίχο υπάρχεις εσύ. Και υπάρχεις ολόκληρος. Με τη φωνή σου. Με την ανάγκη σου να σε ακούσουν. Με τη βαθιά ελπίδα ότι, ίσως, αν μιλήσεις, κάτι θα αλλάξει.
Όχι πάντα. Και όχι με όλους. Αλλά με σένα. Θα σταματήσεις να περιμένεις κάποιον να σε διαβάσει. Θα αρχίσεις να γράφεις εσύ την ιστορία σου. Με λέξεις. Όχι με σιωπές.
Και μην ξεχνάς: Δεν είναι αδυναμία το να μιλάς. Είναι πράξη θάρρους. Είναι επιλογή αυτοφροντίδας. Είναι το αντίδοτο στον εσωτερικό διάλογο που σε κάνει να αισθάνεσαι «λίγος», επειδή κανείς δεν επιβεβαίωσε ποτέ ότι αξίζεις. Οπότε, την επόμενη φορά που θα θες να πεις κάτι και θα νιώσεις τον κόμπο στο λαιμό, μείνε εκεί. Μην τον σπρώξεις κάτω. Άκου τον. Γιατί εκεί μέσα υπάρχει ένα κομμάτι σου που παλεύει να μη μουδιάσει. Που ζητά χώρο να υπάρξει. Και που δε θα στο συγχωρήσει αν το θάψεις για άλλη μία φορά. Μίλα. Όπως μπορείς. Όταν μπορείς. Όσο μπορείς. Μην περιμένεις να φτιάξεις την τέλεια φράση. Μην ψάχνεις το σωστό timing. Δεν υπάρχει σωστή στιγμή να γίνεις αληθινός. Υπάρχει μόνο η ανάγκη. Κι αυτή δε συγχωρεί αναβολές.
Η σιωπή σου, αν δεν είναι συνειδητή, δεν είναι ειρήνη. Και ξέρεις τι χρειάζεσαι στ’ αλήθεια;
Όχι ησυχία. Επικοινωνία.
Όχι ηρεμία με κάθε κόστος. Αλήθεια με κάποιο ρίσκο.
Όχι λιγότερα συναισθήματα. Περισσότερη αποδοχή για όσα ήδη έχεις μέσα σου και δεν τα έχεις αφήσει ποτέ να ακουστούν.
Γιατί αν δεν ακουστείς, θα ξεχάσεις τον ήχο της ίδιας σου της φωνής. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο απ’ το να πάψεις να αναγνωρίζεις ποιος είσαι.