Πόσα περίεργα συναισθήματα παρουσιάζονται μπροστά μου αυτή τη νύχτα. Επιτρέπω στον εαυτό μου να ξαγρυπνά με τα ερωτηματικά του ανολοκλήρωτου έρωτά μας. Κι όμως, από ένα σημείο και μετά οι σκέψεις παύουν να με βασανίζουν. Γίνονται η θαλπωρή μου. Με αγκαλιάζουν, χωρίς να με κρίνουν.

Εγώ απόψε κρατάω σφιχτά τις λέξεις σου που μου θυμίζουν όλα όσα δεν καταφέραμε να πραγματοποιήσουμε. Σε μια άψυχη οθόνη μπορώ να βρίσκω χρώματα και συναισθήματα κοιτάζοντας το πρόσωπό σου. Παρασύρονται οι αισθήσεις μου στο βλέμμα ενός αδάμαστου θηλυκού. Αφήνομαι στη στιγμιαία ομορφιά μιας ψευδαίσθησης που το πρωί θα έχει εξαφανιστεί.

Μπορείς να με αποκαλέσεις όπως θέλεις που κρατιέμαι από κάτι που δεν υπάρχει σ’ αυτό το δωμάτιο. Κρίνε με που εξακολουθώ να μένω άγρυπνος με την ελπίδα ότι το ίδιο κάνεις κι εσύ. Έχει ωραίες μουσικές αυτή ελπίδα. Από εκείνες με τους χειμωνιάτικους στίχους και την ανοιξιάτικη μελωδία. Σε όλους δεν έχει τύχει να έχουν ένα και μόνο τραγούδι κολλημένο στο μυαλό τους για καιρό; Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είσαι εσύ.

Πες ό,τι θέλεις, δεν έχω πρόβλημα. Το προτιμώ απ’ το να μου μιλάνε οι σιωπές σου. Συμβούλεψέ με να προχωρήσω γιατί κάνω κακό στον εαυτό μου. Ότι χάνω τον χρόνο μου άδικα. Είμαι σίγουρος, όμως, πως αν ήσουν εδώ μπροστά μου, δε θα μπορούσες να τα πεις. Δε γνωρίζω πόσες φορές, αλλά κι εσένα σε τρώει μέσα σου που δεν ολοκληρώσαμε αυτό που αφήσαμε στη μέση. Γιατί εκεί έμεινε.

Είναι εντάξει. Μου λείπεις ακόμα και δεν έχω πρόβλημα να το παραδεχτώ. Γιατί να το κρύψω; Για να δείχνω πως είμαι σκληρός και δε μ’ αγγίζει τίποτα; Κοίταξε εκεί έξω λίγο, γεμίσαμε από δήθεν άνετους ανθρώπους. Δε λυγίζουν ποτέ, λένε. Σκοτώνουν τον έρωτα πάνω στο κρεβάτι κάποιων εφήμερων ηδονών. Τι βολικό που είναι αυτό το παραμυθάκι. Ξεχνούν ότι στο τέλος σε πληγώνει βαθιά. Κάθε απωθημένο είναι κι ένα πυρακτωμένο βέλος.

Υπάρχει αυτή η πεποίθηση ότι μόλις θεραπεύσεις τα συναισθήματά σου, δε θα υποφέρεις για έναν άνθρωπο πάλι. Θεωρείς ότι υπάρχει μια ημερομηνία λήξης για τη μοναξιά, τη νοσταλγία, γι’ αυτά που κατασπαράζουν τα σωθικά σου. Αλλά, για να συμβεί αυτό θα πρέπει να έχεις κλείσει εσύ τον κύκλο. Μονός του δεν κλείνει.

Συνεχίζω να μου λέω ότι ήρθε η ώρα να σταματήσω να νιώθω έτσι για σένα. Ακόμη κι αν το φωνάζω δυνατά ή ψιθυρίζοντας, τίποτα δε θα αλλάξει. Το ξέρω αυτό. Έχω ήδη αντιμετωπίσει την πραγματικότητα.

Αυτή τη στιγμή το αύριο μού φαντάζει αδιάφορο. Σκέφτομαι καθετί που δε ζήσαμε. Εμφανίζονται ξαφνικά οι διάλογοι που θα κάναμε. Θα μιλούσαμε για όλα αυτά που μας πλήγωσαν και για τα όνειρά μας. Για τις καταστάσεις που μας αλλάξαν και για τα μαθήματα που πήραμε από τους ανθρώπους που μας έβλαψαν.

Θα σου υποσχόμουν εκείνο το «για πάντα μαζί» κι εσύ θα μου έλεγες πως έχουμε μεγαλώσει για να στηριζόμαστε σ’ αυτό. Άκρη δε θα βγάζαμε, αλλά μέσα μας θα χαμογελούσαμε επειδή θα είχαμε κάτι να ακουμπάμε στις δύσκολες μέρες μας.

Ξημέρωσε. Το μυαλό θα σταματήσει να περιπλανιέται στις διαδρομές της μορφής σου. Ο ρεαλισμός ήρθε και πάλι να με προσγειώσει. Θα τρέξω και πάλι μακριά σου και δε θα θέλω να αφεθώ στο άγγιγμά σου.

Και κάπως έτσι θα συνηθίσω την ιδέα ότι δε με «έκαψες» ποτέ με τη φωτιά σου. Μόνο με έπνιξες με τον καπνό σου. Δεν ξέρω αν πρέπει να λυπηθώ ή να χαρώ γι’ αυτό. Σου υπόσχομαι, ωστόσο, πως δε θα αλλάξω. Ό,τι κι αν έρθει θα το απολαύσω όπως του αξίζει. Κι αν κάπου-κάπου ανασύρω τις αναμνήσεις μου για σένα, θα είναι για να θυμάμαι πως είμαι ικανός να προσφέρω πολλά, δίχως να κρατάω άμυνες.

 

Συντάκτης: Δημήτρης Μπότης
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα