Από μικρούς μας έμαθαν πως για να ανήκεις κάπου πρέπει να χωράς. Να φοράς το σωστό νούμερο παπούτσι, ακόμα κι αν αυτό σε χτυπάει· λίγο οξύμωρο θα σκεφτεί κάποιος. Όμως πέρα για πέρα αληθινό. Να γελάς με τα αστεία που δε βρίσκεις αστεία, να βολεύεσαι σε παρέες που σε κάνουν να νιώθεις «παράταιρος», αρκεί να μη μένεις μόνος. Γιατί το «ανήκω» παρουσιάστηκε σαν αντίδοτο στη μοναξιά. Μόνο που, αν το καλοσκεφτείς, πολλές φορές στην πραγματικότητα καταλήγει φυλακή.
Κι έρχεται κάποια στιγμή – συνήθως μετά από πολλές πρόβες, λάθη και πληγές – που καταλαβαίνεις ότι το πιο όμορφο «ανήκω» είναι εκείνο που δε σου ζητάει εισιτήριο συμβιβασμού. Δε χρειάζεται να μικρύνεις τον εαυτό σου για να χωρέσεις, ούτε να βάλεις φίλτρο στη φωνή σου για να μην ενοχλήσεις. Δε χρειάζεται να κουμπώσεις σε ένα κουτί, να φορέσεις μια μάσκα, να μάθεις απ’ έξω τον ρόλο.
Το να ανήκεις ασυμβίβαστα είναι σαν να κάθεσαι σε έναν καναπέ που έχει φτιαχτεί για εσένα. Δε σε νοιάζει αν είναι βελούδινος, μοντέρνος ή ξεχαρβαλωμένος. Το θέμα είναι πως όταν κάθεσαι εκεί, ο αέρας κυλάει πιο ελεύθερα στα πνευμόνια σου. Είσαι αυτός που είσαι – χωρίς εκπτώσεις, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Κι ίσως εδώ είναι που παρεξηγούμε την έννοια της προσκόλλησης. Γιατί συχνά κολλάμε σε ανθρώπους, ιδέες, ακόμα και ταυτότητες, μόνο και μόνο για να νιώθουμε ότι ανήκουμε κάπου. Κι όμως, το ανήκειν δεν είναι δεσμά αλλά ελευθερία. Δεν έχει να κάνει με το πόσο σφιχτά κρατάς, αλλά με το πόσο αβίαστα αφήνεσαι.
Οι προσκολλήσεις, φίλοι μου, έχουν κάτι βαρύ. Σε δένουν με φόβο – «αν φύγει, θα χαθώ», «αν αλλάξει, δεν θα έχω θέση». Το αληθινό «ανήκειν», όμως, είναι ανάλαφρο σαν καλοκαιρινό αεράκι. Δεν εξαρτάται από το αν ο άλλος θα μείνει ή θα φύγει, αν η παρέα κρατήσει ή θα σπάσει, αν το ίδιο το πλαίσιο θα αλλάξει. Είναι η βεβαιότητα ότι, ό,τι κι αν γίνει, δε χρειάζεται να χάσεις τον εαυτό σου.
Πόσο ωραίο, λοιπόν, να ανήκεις σε φιλίες που δε μετράνε πόσα likes πήρες στο Instagram, αλλά σε ρωτάνε απλά «είσαι καλά;». Σε σχέσεις που δεν σε αγαπούν επειδή είσαι βολικός/ή, αλλά επειδή είσαι αυθεντικός. Σε χώρους που δεν προσπαθούν να σε αλλάξουν, αλλά σε κάνουν να ανθίζεις έτσι όπως είσαι.
Και ναι, το ξέρω, δεν είναι εύκολο να βρεθεί αυτό. Θέλει θάρρος να πεις «εδώ δε χωράω» και να φεύγεις. Θέλει αντοχή να περπατήσεις μόνος για λίγο, μέχρι να βρεις εκείνο το «μαζί» που σε αγκαλιάζει χωρίς όρους. Αλλά μόλις το βρεις, καταλαβαίνεις ότι όλη η διαδρομή άξιζε εν τέλει. Γιατί το να ανήκεις ασυμβίβαστα σημαίνει πως δεν κρεμάς την ψυχή σου στην κρεμάστρα κάθε φορά που μπαίνεις σε έναν χώρο. Σημαίνει πως δεν σου ζητάνε να γίνεις κάτι άλλο για να χωρέσεις στο τραπέζι. Σημαίνει πως εκεί που βρίσκεσαι μπορείς να αναπνέεις ελεύθερα και να λες: «Ναι, εδώ είμαι εγώ, ολόκληρος/η».
Και όσο μεγαλώνουμε, τόσο πιο πολύ εκτιμάμε αυτό το «ανήκειν». Δεν έχουμε πια την υπομονή ή την ανοχή για ρόλους, για κοινωνικές υποχρεώσεις, για παρέες που είναι περισσότερο συνήθεια παρά χαρά. Θέλουμε πλέον εκείνους που μας κοιτάζουν στα μάτια και μας βλέπουν στ’ αλήθεια. Εκείνους που μας επιτρέπουν να είμαστε και φως και σκοτάδι, και γέλιο και κλάμα.
Κι αυτό είναι το αισιόδοξο: πως πάντα υπάρχει κάπου αυτό το «ανήκω». Όσο κι αν νομίζουμε πως είμαστε παράταιροι, πως δε χωράμε πουθενά, πως είμαστε «πολύ» ή «λίγοι» για τους άλλους, η αλήθεια είναι ότι υπάρχει μια θέση που είναι κομμένη και ραμμένη πάνω μας. Και να ξέρετε, θα τη βρούμε – ίσως όχι με βιασύνη, αλλά με αυθεντικότητα.
Γιατί τελικά, το πιο όμορφο δώρο που μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου δεν είναι να ανήκεις κάπου πάση θυσία, αλλά να ανήκεις κάπου ασυμβίβαστα. Εκεί που δε χρειάζεται να θυσιάσεις τίποτα από εσένα. Εκεί που το μόνο που ζητούν, είναι να είσαι ακριβώς αυτό που είσαι.
Αφιερωμένο σε όλες τις περιπλανώμενες ψυχές που καταφέρνουν να αλχημίζουν τον πόνο τους σε φως και δύναμη.
