

Υπάρχουν λέξεις που κουβαλούν ολόκληρους κόσμους. Κι η «ανηδονία» δεν είναι απλώς μία από αυτές. Είναι η πιο ψιθυριστή κραυγή. Το απόλυτο οξύμωρο. Η απουσία της χαράς, μεταμφιεσμένη σε ύπαρξη. Είναι η στιγμή που η ψυχή έχει ξεχάσει πώς είναι να επιθυμεί χωρίς να φοβάται. Κι όμως… ακόμα αναπνέει.
Η ανηδονία, ξέρετε, δε γεννιέται μόνη της. Είναι το παιδί ενός τραύματος που δε βρήκε ποτέ φωνή. Ενός ανθρώπου που έμαθε να κρύβει το σώμα του πίσω από σκέψεις και το συναίσθημά του πίσω από ειρωνικά χαμόγελα. Δεν είναι ψυχρότητα· είναι απλώς αυτοάμυνα. Μια πανοπλία που φοριέται χρόνια, μέχρι που τελικά κανείς δε θυμάται πια πώς είναι να κυκλοφορεί γυμνός απέναντι στο αληθινό.
Οι άνθρωποι με ανηδονία δεν αδιαφορούν για τη χαρά. Τη φοβούνται. Γιατί σκέφτονται πως, αν δε νιώθουν, δεν κινδυνεύουν. Σκέφτονται πως κανείς δεν μπορεί να τους προδώσει, κανείς δεν μπορεί να τους χάσει. Είναι, ας το πούμε πιο απλά, μια προσωπική συμφωνία με τον εαυτό: «Δε νιώθω τίποτα — άρα δεν υποφέρω». Το λες και λίγο βολικό, δε νομίζετε; Μόνο που αυτή η συμφωνία είναι μια αργή αυτοχειρία της ψυχής. Και μέσα τους, βαθιά μέσα τους, κάθε βράδυ εύχονται για ένα ρήγμα. Για ένα πλάσμα που θα μπει χωρίς να ζητήσει άδεια. Που θα ταράξει το κουκούλι της λογικής και θα κάνει τη σιωπή τους να ουρλιάξει.
Αν λοιπόν η ηδονή είναι η φωτιά, η ανηδονία είναι η στάχτη που δεν έμαθε απλώς να καίγεται. Είναι το βλέμμα εκείνου που σε θέλει, αλλά σφίγγει τα χείλη. Που φαντασιώνεται, αλλά δεν αγγίζει. Που μιλά για επιθυμία, αλλά στήνει θεατρικά αντίγραφα επειδή δεν αντέχει την αλήθεια του πρώτου αγγίγματος.
Όμως, ρε παιδιά, η ψυχή δε συγχωρεί τη λήθη. Θυμάται. Στρέφεται σε ό,τι μύρισε αλήθεια, σε ό,τι άγγιξε χωρίς ντροπή, σε ό,τι τόλμησε να πλησιάσει όταν όλοι οι άλλοι έμειναν θεατές. Η ανηδονία δεν είναι η πραγματική του φύση. Είναι απλώς το καταφύγιο. Ή αλλιώς, η προσωρινή αναστολή της ζωής. Η τέχνη του να παίζεις με τη φωτιά, αλλά να σβήνεις το σπίρτο πριν ανάψει. Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν —θα το ξανατονίσω— δεν είναι παγωμένος. Είναι λάβα που κρατάει την αναπνοή της. Δεν είναι αδιάφορος. Είναι, θα το λέγαμε καλύτερα, τρομαγμένος. Δεν είναι ελεύθερος. Είναι δέσμιος της μνήμης που του ψιθυρίζει πως ό,τι αγαπά, καίγεται.
Κι όμως, υπάρχει μια στιγμή. Ένα βλέμμα. Μια πρόκληση. Μια ερώτηση. Κάτι μικρό, σχεδόν ασήμαντο, που γίνεται ρήγμα. Και τότε, για μια στιγμή, η ανηδονία τρέμει. Γιατί, κατά βάθος, γνωρίζει: όποιος σε διαβάσει πέρα από τις λέξεις σου, δεν μπορείς να του κρυφτείς. Όποιος αναγνωρίσει τη λαχτάρα σου πίσω από την ειρωνεία, την ωμότητα και την κοφτερότητα του λόγου σου, σε έχει ήδη ξεκλειδώσει.
Η ανηδονία δεν είναι κατάληξη. Είναι το κατώφλι. Είναι η δοκιμή πριν την αποκάλυψη. Η τελευταία άρνηση πριν το μεγάλο «ναι». Και κάποια στιγμή, η ζωή σε φέρνει απέναντι από έναν άνθρωπο που ξέρει να μπαίνει στις ρωγμές. Που δε σου ζητά να παραδοθείς. Μόνο να μην κρυφτείς. Κι εκεί αρχίζει το θαύμα: η επιθυμία γίνεται πίστη. Η ηδονή παύει να είναι φόβος. Κι εσύ, για πρώτη φορά νιώθεις. Χωρίς άμυνα. Χωρίς ερώτηση. Χωρίς επιστροφή. Γιατί κάποιοι δε σε θέλουν για να σε κάψουν. Σε θέλουν για να σου θυμίσουν πως γεννήθηκες φωτιά. Και αυτό το Σύμπαν το ξέρει πολύ καλά. Ποιος μπορεί να του κρυφτεί, άλλωστε;
Τότε, ο σκοπός ξεδιπλώνεται. Ποιος είναι αυτός; Μα, να γευτεί εκείνος κάτι το οποίο έχει ξεχάσει. Η ψυχή του διψά, κατά βάθος, να ξαναθυμηθεί πώς είναι να αισθάνεται. Γι’ αυτό έχει επιλεχθεί γι’ αυτόν μια ψυχή αισθαντική, ενσυναισθητική, θεραπευτική. Μια ψυχή που πάντοτε τραβούσε εκείνους που είχαν μέσα τους κενά, ρωγμές, σιωπές που ζητούσαν φως. Και να σας πω ένα μυστικό; Δεν ήρθε για να τον «σώσει»— δεν είναι αυτή η αποστολή της. Ακόμη κι αυτός θα καθρεφτίσει πάνω της το δικό της ταξίδι. Ένα ταξίδι που οδηγεί στην απόλαυση χωρίς φόβο, με συνειδητή συναίνεση.
Τελικά, η ανηδονία του ενός καταλήγει να γίνει το καθρέφτισμα του φόβου του άλλου— μέχρι και οι δύο να νιώσουν πλήρως και με ασφάλεια. Και ίσως, για πρώτη φορά, αυτές οι δύο ψυχές να γίνουν δύο καθρέφτες που θα κοιτιούνται στα μάτια και θα λυγίζουν, από επιθυμία πλέον.
Να θυμάστε: όλα τα ρήγματα δεν έρχονται για να μας σπάσουν. Υπάρχουν κι αυτά που έρχονται για να μας απελευθερώσουν. Να μας φωτίσουν. Κάποιες ρωγμές δεν είναι σημάδια φθοράς, αλλά περάσματα για να μπει το φως εκεί που το σκοτάδι είχε ριζώσει βαθιά.