Το «κουτούκι» είναι μια λέξη που συνήθως χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για κάποια μικρή παραδοσιακή ταβέρνα, που μπορεί να βρίσκεται σε υπόγειο χώρο. Ρέει στην κουλτούρα του ελληνικού λαού η διασκέδαση και οι έξοδοι σε τέτοια μέρη μπορεί να είναι μέρος της ζωή μας. Θα ξεχάσουμε που έχουμε απολαύσει στον παλιό Ελληνικό κινηματογράφο επικά γλέντια, με άφθονο φαγητό, κρασί και χορό; Όλοι έχουμε πάει σε ταβέρνες, έχουμε βρεθεί εκεί καλεσμένοι σε τραπέζια, γάμους, γενέθλια, οικογενειακές μαζώξεις. Έχουμε φάει του σκασμού, μα πάνω απ’ όλα έχουμε περάσει αξέχαστα.

Μικροί, βέβαια, δε θέλαμε με τίποτα να πάμε σε ταβέρνες, πόσο μάλλον σε κουτούκια, γιατί δε βρίσκαμε τίποτα να κάνουμε εκεί. Ούτε να παίξουμε μπορούσαμε, ούτε να φωνάξουμε. Άσε που στο τέλος μάς ένωναν δύο καρέκλες οι γονείς και κοιμόμασταν σαν πουλάκια. Μεγαλώνοντας, όμως, αποζητάμε να βρεθούμε σε ένα ταβερνάκι διπλά στη θάλασσα με την παρέα μας. Να ακούμε το κύμα να σπάει στον βράχο, ειδικά όταν μυρίζει καλοκαίρι, να βλέπουμε τον ήλιο που δύει και να απολαμβάνουμε τη ρετσίνα μας, σιγοτραγουδώντας τα παλιά ρεμπέτικα που παίζει μια μπάντα στον χώρο.

Το εντυπωσιακό με τα κουτούκια είναι πως μπορεί να υπάρχουν εδώ και δεκαετίες στην ίδια τοποθεσία, με το ίδιο όνομα, το ίδιο ντεκόρ, το ίδιο φιλόξενο κλίμα. Σε όλες τις περιοχές ανά την Ελλάδα έχει αμέτρητες ταβερνούλες και κουτούκια. Σε μερικά από αυτά πήγαιναν οι παππούδες μας με την παρέα τους και τώρα πηγαίνουμε εμείς. Είναι τρομερό! Αν το καλοσκεφτούμε, είναι μια παράδοση που περνάει από γενιά σε γενιά, από παρέα σε παρέα. Μπορεί οι εποχές να έχουν αλλάξει, αλλά η ανάγκη της μάζωξης παραμένει η ιδία. Καλό κρασί, καλό φαγητό, καλή παρέα.

Για κάποιο διάστημα, βέβαια, οι ταβέρνες και τα κουτούκια θεωρούνταν ξεπερασμένα. Σαν να ήταν κάπως ντεμοντέ, μιας και είχαν αντικατασταθεί από τα Bistro και τα New age gastro bar. Δε λέω, και αυτά χρειάζονται, για να υπάρχει ποικιλία και νέοι ορίζοντες στη διασκέδαση και τη γαστρονομία, αλλά σαν τις ταβέρνες που πηγαίνεις με την παρέα και μένεις εκεί για ώρες, ξεχνώντας όλα όσα σε απασχολούν, δεν έχει.

Το όμορφο με τα κουτούκια -εκτός από το φαγητό- είναι ότι φέρνουν τις παρέες πιο κοντά και ενώνουν τους ανθρώπους. Είναι το μέρος που συζητάς για διαφορά θέματα, λες τα νέα σου, τους προβληματισμούς σου, γελάς με την ψυχή σου. Η ταβέρνα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κέντρο συνάντησης με την παρέα σου, ένας χώρος που κάθεστε όλοι μαζί σε ένα τραπέζι και υπάρχει η ανθρώπινη επαφή, το βλέμμα, η συντροφιά, μια αγκαλιά, όλα εκείνα που μερικές φορές ξεχνάμε να κάνουμε, μιας και η τεχνολογία έχει μπει για τα καλά στις ζωές μας και έχει κάνει κάπως στην άκρη την ανθρώπινη επαφή.

Μια παρέα που σέβεται τον εαυτό της, θα πάει στην ταβέρνα, θα κοιτάξει τον κατάλογο και μετά θα πει στον σερβιτόρο «αδερφέ, τι προτείνεις;». Εφόσον, λοιπόν, ο σερβιτόρος μιλήσει για αρκετή ώρα, προσπαθώντας να μην ξεχάσει κάτι, η παρέα θα απαντήσει «Ωραία, φέρε ό,τι είπες και μην ξεχάσεις τις πατάτες τηγανίτες». Εκείνη τη στιγμή, πάντα θα υπάρχει κάποιος στο τραπέζι που θα αναρωτηθεί αν θα φτάσει το φαγητό. Από έρευνες που έχουν γίνει στα κεντρικά γραφεία καλοφαγάδων, φτάνει το φαγητό και σχεδόν πάντα περισσεύει κιόλας για να φάει άλλη μια παρέα. Και όταν φτάνει στο τραπέζι το γλυκό -ο κορμός σοκολάτας ή το εκμέκ πολίτικο- καταλαβαίνεις ότι μια ακόμα έξοδος πλησιάζει στο τέλος! Όμως, μπορεί να ‘χει και συνέχεια τελικά…

Αφού έχετε φάει του σκασμού κι έχεις ανοίξει το κουμπί από το παντελόνι για να πάρεις μια δόση αέρα, έρχονται τα καλά. Σηκώνεται ο χορευτής της παρέας -ως άλλος Δημήτρης Παπαμιχαήλ- και αρχίζει να κάνει γυροβολιές, σαν να παίζει στο η «Η αρχόντισσά και ο αλήτης». Και δωσ’ του τα παλαμάκια, και δωσ’ του όπα και το τσούγκρισμα ποτηριών. Χαρτοπετσέτες προσγειώνονται στο κεφάλι σου και ενώ προσπαθείς να τις μαζέψεις, ένα χέρι σε τραβάει και βρίσκεις τον εαυτό σου να χορεύει σε ρυθμούς χασάπικου, την ώρα που από πίσω  ακούγεται το «φερτέ μου να πιώ το ακριβότερο ποτό, εγώ πληρώνω τα ματιά που αγαπώ» του Τσιτσάνη. Ας μην αναφέρουμε ότι όλη αυτή την ώρα έχετε ήδη μιλήσει με τα απέναντι τραπέζια και έχετε τσουγκρίσει τα ποτήρια σας πάνω από δέκα φορές, κερνώντας μια εσείς, μια εκείνοι καραφάκια.

Το να περνάς χρόνο με την παρέα σου είναι πολύ σημαντικό. Οι φίλοι είναι άνθρωποι που σε αγαπούν για αυτό που είσαι, εκείνοι που στέκονται διπλά σου στις χάρες και στις λύπες, ο ώμος που μπορείς να ακουμπήσεις. Οι ταβερνούλες και τα κουτουκάκια είναι η κόλλα που ενώνει και στεγάζει τη φιλιά σας, οι χώροι που σας βοηθούν να χτίσετε κοινές αναμνήσεις. Εντάξει, ας μη γελιόμαστε, πάντα θα υπάρχει χώρος στο στομάχι για τηγανίτες πατάτες. Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα πάτε σε ένα κουτουκάκι, πείτε κι ένα εις υγείαν των φίλων σας!

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Κατερίνα Πολίτη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.