Στην αρχή είναι μόνο σώματα. Χέρια που αρπάζουν, στόματα που καταβροχθίζουν, σεντόνια που γλιστράνε και μυαλό που θολώνει. Δεν υπάρχει «εμείς», ούτε «μήπως να μείνεις;». Υπάρχει μόνο ένστικτο, ορμή, πείνα.

Κι όμως, κάποια στιγμή – δεν ξέρεις πώς ακριβώς – κάτι αλλάζει. Το άγγιγμα γίνεται λίγο πιο αργό. Το βλέμμα μένει λίγο παραπάνω. Το γ@μήσι παύει να είναι μόνο γ@μήσι. Κι εσύ πιάνεις τον εαυτό σου να κρατιέται πάνω στο άλλο πλάσμα λίγο παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται. Σαν να θέλεις να ακουμπήσεις κάπου. Ή να σ’ ακουμπήσουν. Κι εκεί αρχίζει το ερώτημα: πότε έγινε αυτή η μετατόπιση; Πότε πέρασε από το σώμα στην καρδιά; Ποιος άφησε πρώτος τον εαυτό του να μαλακώσει; Ή έγινε και γι ατους δύο ταυτόχρονα;

Δε χρειάζεται καν να μιλήσει κανείς. Το νιώθεις όταν, αντί για το κλασικό «τελείωσες;» ακούς ένα «είσαι καλά;». Το νιώθεις όταν μετά δε σηκώνεται να φύγει, αλλά γυρνάει πλευρό και σε τραβάει πάνω του. Όταν σου φτιάχνει καφέ γυμνός/ή. Όταν χαζεύετε μαζί το ταβάνι χωρίς άβολη σιωπή.

Δεν είναι μεγάλη στιγμή, δεν έχει μουσική υπόκρουση. Είναι κάτι μικρό, μια ρωγμή. Μπορεί να είναι ένα φιλί πιο αργό από τα άλλα. Μια λέξη με τρυφερότητα. Μια ανάσα που συγχρονίζεται. Κι αν είσαι παρών, θα το καταλάβεις. Αν δεν είσαι, θα συνεχίσεις να το παίζεις σκληρός/ή μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι σου λείπει αυτό που δεν ονόμασες ποτέ.

 

Και τώρα;

Τώρα παίζεις επικίνδυνα. Γιατί αν η στροφή έγινε και από τους δύο, ίσως ξεκινάει κάτι υπέροχο. Αν έγινε μόνο από τον έναν, τότε μπαίνεις σε γνωστά, επικίνδυνα νερά: αυτό το «δεν είπαμε ότι είναι απλώς σ3ξ;».

Αλλά πες την αλήθεια: Ποιο «απλώς» σ3ξ είχε εκείνη την παύση στο βλέμμα μετά το τέλος; Ποιο «μόνο σ3ξ» σε έκανε να ξεχάσεις το κινητό σου, να αργήσεις στη δουλειά, να χωθείς λίγο πιο μέσα στην αγκαλιά;