Δεν ξέρω πώς να το πω αλλιώς, αλλά κάποιες εμπειρίες απλώς δε στήνονται επίτηδες, απλά συμβαίνουν. Και μένουν χαραγμένες πάνω σου σαν το σημάδι από το μαγιό όταν το βγάζεις μετά από ώρες στον ήλιο.

Ήμασταν πίσω στο νησί, εγώ κι εκείνος, επιστροφή στα πάτρια για το καλοκαίρι. Γεμάτοι εφηβικές αναμνήσεις και ανυπομονησία να τις μετατρέψουμε σε κάτι πιο… ενήλικο. Οι γονείς μας στο απέναντι χωριό, οι φίλοι διασκορπισμένοι και εμείς με δύο φουσκωτά SUP, ένα ψυγειάκι με μπύρες, κι εκείνο το βλέμμα που λέει «ξέρω τι σκέφτεσαι».

Η θάλασσα ήταν λάδι. Τραβηχτήκαμε μακριά από τα βλέμματα και τους ήχους του beach bar. Κι όταν είδαμε πως είμαστε σχεδόν μόνοι — μόνο κάτι γλάρους να μας παρατηρούν — τα πράγματα πήραν… άλλη τροπή.

Δε θυμάμαι ακριβώς ποιος ξεκίνησε πρώτος, αλλά κάποια στιγμή, οι σανίδες μας είχαν ενωθεί. Κυριολεκτικά. Το μαγιό μου δεν ήταν πια στη θέση του, εκείνος είχε ένα χαμόγελο πιο ζεστό από τον ήλιο, και κάπως έτσι, βρεθήκαμε αγκαλιασμένοι πάνω στο SUP, με τον ήχο του νερού να γίνεται ρυθμός.

Ήταν μια εμπειρία που χόρευε ανάμεσα στο ρίσκο και τον ενθουσιασμό. Το να προσπαθείς να κρατήσεις ισορροπία ενώ όλα μέσα σου φωνάζουν «παράδοση». Να νιώθεις το σώμα σου να λιώνει από την κάψα — όχι μόνο του ήλιου.

Δε σου λέω να το δοκιμάσεις. Δε στο προτείνω. Αλλά αν τύχει, αν το φέρει έτσι η στιγμή, αν ο αέρας φυσήξει προς τα εκεί… κράτα γερά. Κυριολεκτικά.

Α, και να θυμάσαι: κάποια καλοκαίρια δε γράφονται σε καρτ ποστάλ. Γράφονται στο δέρμα.