Καυτές νύχτες, κορμιά ενωμένα που γίνονται ένα. Δάχτυλα μπλεγμένα, ιδρώτας που κυλάει και γίνεται ένα με το δέρμα του άλλου. Και όλα αυτά ξεκίνησαν από ένα ποτήρι — ή καλύτερα, από μια ολόκληρη μπουκάλα κρασί. Το ένα ποτήρι διαδέχεται το άλλο και η θερμοκρασία ανεβαίνει επικίνδυνα. Το επόμενο πρωί, πιάνεις τον εαυτό σου να αναρωτιέται: όλη αυτή η χημεία, όλο αυτό το πάθος, ήταν αληθινό; Ή μήπως ήταν απλά αποτέλεσμα μιας ψευδαίσθησης που προκάλεσε το ποτό; Όσα ένιωσες ήταν πραγματικά ή ήταν ένα όμορφο παιχνίδι του μυαλού που σε έκανε να πιστέψεις το σενάριο που ήθελε ο μεθυσμένος εαυτός σου να δει;
Σκέψου τώρα: αν δεν ήταν το ποτό, θα έλεγες όσα είπες; Θα τολμούσες όλα εκείνα τα τολμηρά που πάντα ήθελες να κάνεις, αλλά φοβόσουν όταν είσαι νηφάλιος; Γιατί το ποτό βγάζει έναν πιο άγριο, πιο ελεύθερο εαυτό μας; Και γιατί, όταν μας ρωτάνε λεπτομέρειες την επόμενη μέρα, τις θυμόμαστε σαν να τις είδαμε από απόσταση, σαν ξένοι και όχι ως οι ίδιοι που τις ζήσαμε;
Αν αρχίσεις να ψάχνεις τις απαντήσεις, θα βρεθείς μπροστά σε ένα δίλημμα: Μήπως δεν μας αρέσει το σεξ όσο νομίζουμε — απλώς το συνδέσαμε με το αλκοόλ; Είναι η ερωτική διάθεση που μας ωθεί να συνοδέψουμε τη νύχτα με ποτό, ή το ποτό είναι που προκαλεί την ερωτική αυτή διάθεση;
Ίσως το αλκοόλ δεν είναι απλά συνοδευτικό της νύχτας. Ίσως είναι η γέφυρα που ενώνει την πραγματική μας επιθυμία με το θάρρος που μας λείπει για να την εκφράσουμε. Μας λύνει τη γλώσσα, χαλαρώνει το σώμα, παγώνει τους ανασφαλείς ψιθύρους που κουβαλάμε κάθε μέρα στο μυαλό μας. Κι εκεί που νηφάλιος συγκρατούσες τα χέρια σου, μεθυσμένος τα αφήνεις να χαθούν πάνω σε ξένα δέρματα χωρίς ενοχές. Εκεί που νηφάλιος θα σκεφτόσουν πώς φαίνεσαι ή τι εντύπωση δίνεις, μεθυσμένος απλώς… παραδίνεσαι.
Κι όμως, αυτή είναι μια παγίδα. Όταν η σεξουαλική σου επιθυμία εξαρτάται από το ποτό, τι γίνεται τις νύχτες που δεν υπάρχει; Τι γίνεται όταν δεν έχεις τη «δικαιολογία» του μεθυσμένου; Τολμάς να απογυμνωθείς πραγματικά; Ψυχή και σώμα; Ή αφήνεις να γνωρίσει ο άλλος μόνο την έκδοση του εαυτού σου που λούστηκε στο αλκοόλ;
Ίσως να μην μάθαμε ποτέ να κάνουμε έρωτα νηφάλιοι. Να μην ξέρουμε πώς να συνδεθούμε χωρίς εκείνη τη ζάλη που κάνει τα πάντα πιο εύκολα, πιο ρευστά, πιο παθιασμένα. Και ίσως, όταν το κάνουμε “καθαροί”, να ανακαλύπτουμε πως δεν είναι τόσο «καυτό» όσο περιμέναμε. Ή, ακόμα χειρότερα, πως ο δεσμός δεν είναι τόσο βαθύς όσο θέλαμε να πιστέψουμε.
Κι όμως, εκεί βρίσκεται η μαγεία. Όχι στο ποτό, αλλά στο ρίσκο να αφήσεις κάποιον να σε δει όπως ακριβώς είσαι. Να νιώσεις το δέρμα του χωρίς να έχει προηγηθεί καμία “ζέστη” από κρασί. Να ακουμπήσεις τα χείλη, να χαθείς στα σεντόνια και να πεις «σε θέλω» — και να το νιώθεις. Όχι επειδή το είπε η βότκα, αλλά επειδή το είπε η καρδιά σου.
Το νηφάλιο σεξ είναι μια αλήθεια που πολλοί αποφεύγουμε. Δεν έχει εφέ. Δεν έχει σκοτεινά φώτα και θαμπές αναμνήσεις. Έχει σιωπή, βλέμματα, άβολες παύσεις και ανασφάλειες που ζητούν απαντήσεις. Αλλά έχει και κάτι άλλο. Έχει αυθεντικότητα. Πραγματική οικειότητα. Είναι η συνομιλία δύο σωμάτων που δεν χρειάζονται μετάφραση ή «μεθυσμένη» ώθηση για να μιλήσουν. Που αγγίζονται γιατί το θέλουν πραγματικά. Που κοιτάζονται στα μάτια και δεν βλέπουν κάποιον άλλο, θολωμένο από το αλκοόλ.
Μπορεί να μην έχει την ίδια ένταση στην αρχή. Μπορεί να νιώσεις πιο «εκτεθειμένος». Αλλά δεν είναι αυτός ο πραγματικός έρωτας; Να γδυθείς χωρίς να σε σπρώχνει κάτι. Ούτε το ποτό, ούτε η μουσική, ούτε το «mood». Να γδυθείς γιατί νιώθεις ασφάλεια. Να φιλήσεις γιατί δεν αντέχεις να μην το κάνεις. Να αφήνεσαι γιατί νιώθεις κάτι πέρα από την επιθυμία, νιώθεις τη σύνδεση.
Και τότε, καθώς αναρωτιέσαι αν μπορείς να ζήσεις όλα αυτά χωρίς την «υποστήριξη» του αλκοόλ, έρχονται εκείνα τα άτομα που ανατρέπουν τα πάντα. Εκείνα που δεν χρειάζονται ποτό για να σε ζαλίσουν. Δεν χρειάζεται κρασί για να ανέβει η θερμοκρασία. Δεν χρειάζεται βότκα για να λυθείς. Είναι οι άνθρωποι που σε κοιτάνε και νιώθεις ότι σου πήραν τον αέρα. Που σε ακουμπούν και ολόκληρο το κορμί σου ανταποκρίνεται σαν να ξέρει ήδη τι θα ακολουθήσει.
Είναι εκείνοι που η ενέργειά τους είναι το μόνο μεθύσι που χρειάζεσαι. Αρκεί να κάτσουν δίπλα σου και νιώθεις τις άμυνές σου να καταρρέουν, χωρίς σταγόνα αλκοόλ. Που η φωνή τους σου προκαλεί ζάλη και η αύρα τους σου δίνει ευφορία πιο έντονη από όση σου έδωσε ποτέ ένα σφηνάκι τεκίλα.
Κι αν ήσουν τυχερός να βρεις κάποιον τέτοιον άνθρωπο, τότε το ξέρεις καλά. Δεν χρειάζεται να πιεις για να ξεχάσεις ή να αφεθείς. Με τα σωστά άτομα, αφήνεσαι νηφάλιος. Και δεν το σκέφτεσαι. Γιατί νιώθεις ασφάλεια, πάθος, εκείνη τη μοναδική σύνδεση που καμία μέθη δεν μπορεί να προσποιηθεί.
Το ποτό απλώς οδηγεί πιο γρήγορα εκεί, κάνει τα πράγματα πιο απλά, σαν να πατάς fast forward και φτάνεις στη στιγμή χωρίς εμπόδια. Αλλά με τα σωστά άτομα δεν χρειάζεται βιασύνη. Ο δρόμος είναι φυσικός και κυλάς μέσα του. Δεν νιώθεις αμηχανία, δεν σε πνίγει το «τι θα πει ο άλλος». Ξέρεις, νιώθεις και παραδίνεσαι. Απόλυτα. Συνειδητά. Ρεαλιστικά. Ρομαντικά.
Και κάπως έτσι, ένα βράδυ χωρίς ποτά, χωρίς τρεμοπαίγματα φώτων, χωρίς «ένα τελευταίο σφηνάκι», θα βρεθείς ξαπλωμένος δίπλα σε κάποιον. Να κουμπώνετε σαν κομμάτια παζλ. Να μη λέτε πολλά, να μην χρειάζεται να εξηγείτε τίποτα. Και να κάνετε έρωτα όπως ποτέ πριν. Ήρεμα, τρυφερά, ειλικρινά. Να τον νιώθεις και να σε νιώθει. Να ακούς την ανάσα του να αλλάζει και να νιώθεις ότι ανήκεις εκεί. Όχι γιατί μεθυσμένος πείστηκες ότι ανήκεις, αλλά γιατί νηφάλιος κατάλαβες ότι αυτό θες.
Και τότε, ίσως να αναρωτηθείς για τελευταία φορά, όχι με ενοχή αλλά με επίγνωση:
Μήπως δεν μας αρέσει το σεξ όσο νομίζουμε, απ
λώς γιατί το συνδέσαμε με το αλκοόλ;
Αλλά τώρα θα ξέρεις. Γιατί θα έχεις ζήσει εκείνη τη νύχτα που δεν χρειάστηκε κρασί για να ζεσταθείς, ούτε σφηνάκια για να νιώσεις ελεύθερος. Θα έχεις νιώσει το χέρι του άλλου να σε κρατά — όχι για να σε κατευθύνει, αλλά για να σε αγκαλιάσει. Θα έχεις χαθεί μέσα του με διαύγεια — και αυτό θα είναι το μεγαλύτερο μεθύσι.
Γιατί το αλκοόλ μπορεί να σε ζαλίσει για λίγο. Αλλά ο έρωτας, όταν είναι αληθινός και νηφάλιος, σε μεθάει για πάντα.
Και δεν υπάρχει πιο όμορφο πρωινό από εκείνο που ξυπνάς δίπλα σε κάποιον, χωρίς hangover, χωρίς θολούρα, μόνο με το άρωμά του στο μαξιλάρι και ένα χαμόγελο που λέει:
«Το έζησα. Το ένιωσα. Το θυμάμαι. Και το θέλω ξανά.»
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
