Μπορούμε να παραδεχθούμε ότι η Λιόλιου είναι εκείνη η γυναίκα που, εκτός από το να την ακούς στα ντέρτια σου, σίγουρα θα την ήθελες για φίλη σου; Να το παραδεχθούμε. Και το επιβεβαίωσε ξανά, ως τη μορφάρα που είναι, μια μέρα που ξεκίνησε με μουσικό πρόγραμμα για το άναμμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου, και κατέληξε σε ένα στιγμιότυπο που μοιράστηκε απ’ άκρη σ’ άκρη στα social: η Λιόλιου, μέσα στη διαδρομή της επιστροφής, βρέθηκε μπροστά σε ένα από τα μπλόκα των αγροτών. Σταμάτησε. Κατέβηκε, χαμογέλασε, και χωρίς δεύτερη σκέψη τους τραγούδησε το ρεφρέν από το «Νοικιάστηκε». Και, δικαίως, οι άνθρωποι γύρω της την αποθέωσαν.

Όσοι είδαν το βίντεο κατάλαβαν πολύ γρήγορα γιατί έγινε viral. Δεν ήταν το τραγούδι. Δεν ήταν η κίνηση καθαυτή. Ήταν ο τρόπος που το έκανε. Ήρεμη, απλή, χαμηλών τόνων. Αυτή η φυσικότητα είναι που εδώ και καιρό έχει χτίσει γύρω από τη Λιόλιου μια σχέση εμπιστοσύνης, ένα κοινό που δεν τη βλέπει ως «σταρ», αλλά ως κορίτσι της διπλανής πόρτας που τύχει να τραγουδάει πολύ καλά. Είναι από τις περιπτώσεις καλλιτεχνών που δε χρειάζονται να επινοήσουν περσόνα – έχουν ήδη την αλήθεια τους. Ε και δε γίνεται να μην την πας ρε φίλε, πώς να το κάνουμε.

 


 

Κάπως έτσι έχει καταφέρει κάτι σπάνιο: μια κοινότητα που δεν την ακολουθεί απλώς, αλλά την παραδέχεται. Που βλέπει την ευγένειά της όχι ως στρατηγική, αλλά ως αυθόμητη στάση ζωής. Η ίδια δεν κρύβει ποτέ ότι δεν της πάει η έπαρση, ούτε η απόσταση. Ίσως γι’ αυτό η μουσική της αγγίζει τόσο κόσμο. Έχει κάτι από το παλιό λαϊκό συναίσθημα, κάτι από εκείνη τη μυστήρια ικανότητα να περιγράφει έναν καημό χωρίς να γίνεται βαριά. Δεν είναι τυχαίο που αρκετοί τη χαρακτηρίζουν «θηλυκό Παντελίδη». Όχι επειδή μιμείται – αλλά επειδή, όπως κι εκείνος, μιλούσε στον κόσμο στη γλώσσα που ήδη σκέφτεται, εκείνη της γνήσιας καψούρας.

Η στιγμή με τους αγρότες στη Λαμία επιβεβαίωσε γιατί δικαίως έχει κερδίσει τον σεβασμό τόσων πολλών κι ετερόκλιτων ανθρώπων. Έδειξε για άλλη μια φορά πως, σε μια εποχή που πολλοί κυνηγούν την εντύπωση, εκείνη κερδίζει την ουσία. Ένα χειροκρότημα αυθόρμητο, ένα χαμόγελο, μια κοινότητα που μεγαλώνει όχι επειδή «πρέπει να ακολουθήσουμε τη Λιόλιου», αλλά επειδή πραγματικά τη γουστάρει. Κι όταν ένας καλλιτέχνης παραμένει τόσο προσγειωμένος όσο την πρώτη μέρα, η κάθε του μικρή πράξη γίνεται κάτι πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο δείχνει.