Γιατί τόση πίκρα, έχουμε να ρωτήσουμε τον κο Νίκο Αναδιώτη, που θεώρησε θλιβερή την ημέρα ψήφισης του νομοσχεδίου κι όπου σταθεί κι όπου βρεθεί δηλώνει την εναντίωσή του. Πουλώντας το γνωστό στυλ «εγώ δεν είναι ομοφοβικός, έχω και φίλους γκέι» προέβη ξανά και ξανά σε ένα ομοφοβικό ξέσπασμα, μοιράζοντας απλόχερα όλη του την «αγάπη» στις τηλεοπτικές κάμερες.

Μεταξύ άλλων ανέφερε:«Δε βλέπω κάποιον που έχει διαφορετικές προτιμήσεις από μένα ως κάτι διαφορετικό σαν οντότητα ή σαν προσωπικότητα. Έχω συνυπάρξει, συμβιώσει με πάρα πολλούς ανθρώπους και για πάνω από 10 χρόνια, που έχουν αυτούς τους σεξουαλικούς προσανατολισμούς» κι αφού υποβίβασε τη σεξουαλικότητα ως προτίμηση, συνέχισε στο κυρίως πιάτο: «Χάρηκα πολύ που έγινε ονομαστική ψηφοφορία, για να είναι πιο ξεκάθαρο προς όλους ποιοι το ψήφισαν. Ήταν μια μέρα θλιβερή για εμένα, δε μου άρεσε που νομοθετήθηκε όχι τόσο τα δικαιώματα ως προς την κοινωνία των ανθρώπων που θέλουν να συζούν, αλλά για την επέκταση που έχει αυτό στα παιδιά.»

 



 

Ενώ όταν τελικά ρωτήθηκε, με αρκετά προβοκατόρικο τρόπο τι θα έκανε αν το παιδί του ήταν γκέι, έδωσε την τελική νότα στο ρεσιτάλ του, ουσιαστικά εξισώνοντας την ομοφυλοφιλία με το έγκλημα: «Ένας γονιός οφείλει να δέχεται τα παιδιά του οποιαδήποτε επιλογή και να κάνουν αυτά, δε θα σταματήσω να τα αγαπάω επειδή θα επιλέξουν να κάνουν μια ληστεία αύριο μεθαύριο.»

Το «κάτω τα χέρια σας από τα παιδιά», να πούμε στο σημείο αυτό πως αφορά την εργαλιοποίησή τους. Που σημαίνει ότι όταν τα βάζει κανείς μπροστά για να δικαιολογήσει το ομοφοβικό του ντελίριο, είναι σίγουρα αυτό που κατηγορεί πως δε θέλει να γίνει ποτέ. Έχει χάσει κάθε επαφή με την αντικειμενικότητα κι έχει βρει κάπου να κρεμαστεί, στα παιδιά, ξεχνώντας πως το βασικό κριτήριο για το μεγάλωμά τους δεν είναι η σεξουαλικότητα, γιατί πολύ απλά ποτέ δεν ήταν.

Όμως, επειδή εδώ γράφουμε κυρίως και πρώτα χωρίς θλίψη, για την αγάπη και μιλώντας προχθές με έναν φίλο, ακούσαμε το εξής κι αξίζει να τα αναφέρουμε: «Από τα 18 μου έφτιαχνα πάντα σχέσεις και δε μιλούσα ποτέ για το μέλλον, γιατί ξέραμε πως δεν υπάρχει. Ή αν διαλέγαμε να το πάμε προς τα εκεί, πάντα έκανα την ερώτηση “για πες ποια χώρα διαλέγεις να πάμε να ζήσουμε;”. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που νιώθω ευπρόσδεκτος στη χώρα μου, που αισθάνομαι ότι χωράει εμένα και το μέλλον της σχέσης μου.» Μπορεί να έχεις βρεθεί στην παραπάνω θέση, μπορεί να μην το ένιωσες με το πρόσωπο που αγαπάς αλλά με τη δουλειά που κάνεις, ή και τα δύο και πολλά περισσότερα. Το να αισθάνεσαι πως στη χώρα που γεννήθηκες, που υπηρετείς, πληρώνεις φόρους, βρίσκεται το πατρικό σου, το σχολείο σου, η εκκλησία που βαφτίστηκες, δε χωράς, είναι απάνθρωπο. Είναι βάναυσο κι απλώς λάθος.

Ας κάνουμε μια πραγματική προσπάθεια να κατεβάσουμε τους εαυτούς μας από το σύννεφο του κριτή κι ας κατανοήσουμε πως πάνω και πέρα από όλα βρίσκεται η αγάπη για τον άνθρωπο κι όχι το μίσος προς αυτόν. Σε αυτή τη μικρή και θαυματουργή κουκκίδα γης χωράνε όλα τα όνειρα, όλοι οι άνθρωποι, όλες οι αγάπες. Το θλιβερό είναι να μην μπορείς να το δεις.