Ο τρόπος που μια κοινωνία αντιδρά όταν κάποιος μιλάει, λέει συχνά περισσότερα από την ίδια την καταγγελία. Όχι για το αν είναι αληθινή ή όχι — αυτό είναι δουλειά της Δικαιοσύνης — αλλά για το πόσο «κοστίζει» το να ανοίξεις το στόμα σου. Στην υπόθεση της μήνυσης του 22χρονου τραγουδιστή εναντίον του Γιώργου Μαζωνάκη, το πρώτο πράγμα που έγινε ξεκάθαρο δημόσια δεν ήταν τα γεγονότα, αλλά οι συσχετισμοί δύναμης. Και κυρίως, το ποιος έχει το περιθώριο να μιλήσει χωρίς να χάσει τα πάντα.
Ο ιδιοκτήτης του νυχτερινού κέντρου όπου εμφανιζόταν ο νεαρός τραγουδιστής μίλησε στην εκπομπή Το Πρωινό, κρατώντας σαφή και δημόσια θέση υπέρ του καταξιωμένου καλλιτέχνη. Με λόγο αιχμηρό και απαξιωτικό απέναντι στον 22χρονο, αμφισβήτησε την κρίση του, υπαινίχθηκε χειραγώγηση από τρίτους και ξεκαθάρισε ότι η συνεργασία τους δεν πρόκειται να συνεχιστεί. Ο λόγος, όπως είπε, δεν ήταν μόνο η καταγγελία αυτή καθαυτή, αλλά και η «ζημιά στο μαγαζί» που θεωρεί ότι προκλήθηκε.
«Τώρα, ένα παιδάκι, ξέρει τι του γίνεται αυτός τώρα; Ξέρει από νύχτα; Ξέρει από τέτοια πράγματα; Νομίζω ότι τον έβαλαν και δήλωσε ασθένεια, ότι δεν είναι καλά ψυχολογικά, δεν ξέρω τι ακριβώς έχει. Εγώ κατάλαβα ότι δεν είναι άρρωστος, αλλά αυτός τώρα θα του είπαν ότι είναι τα κανάλια απ’ έξω και την έκανε».
«Δεν νομίζω να συνεχίσω τη συνεργασία στην πορεία. Και να μου πει να έρθει, θα του πω όχι. Γιατί αυτός τώρα, ζημιά στο μαγαζί πήγε να κάνει. Δεν μπορεί ρε φίλε τώρα, να είναι έναν χρόνο εκεί, και να θυμηθείς δυο μέρες πριν να ανοίξει ο άλλος το μαγαζί να τον βγάλεις στα κανάλια. Πας και κατηγορείς το πρώτο όνομα στην Ελλάδα, τον Μαζωνάκη κατηγορείς και θες να γίνεις και τραγουδιστής; Πώς θα γίνεις τραγουδιστής; Εμείς με το μαγαζί είμαστε και με τον Μαζωνάκη».
Τα πραγματικά περιστατικά, όπως έχουν καταγγελθεί, θα κριθούν από τη Δικαιοσύνη. Αυτό όμως που ήδη καταγράφεται δημόσια είναι κάτι άλλο: ένας νέος άνθρωπος, που δηλώνει ότι υπέστη ανήθικες προτάσεις και ψυχολογική πίεση, χάνει τη δουλειά του τη στιγμή που μιλά. Όχι επειδή αποδείχθηκε κάτι. Αλλά επειδή τόλμησε να στραφεί εναντίον «του πρώτου ονόματος».
Κι εδώ αρχίζει η κοινωνική διάσταση της υπόθεσης. Γιατί όταν το μήνυμα που εκπέμπεται είναι «αν μιλήσεις, τελειώνεις επαγγελματικά» (κι όχι μόνο), τότε το κόστος της καταγγελίας γίνεται δυσβάσταχτο. Δεν χρειάζεται να αποδειχθεί αν κάτι συνέβη ή όχι για να λειτουργήσει αποτρεπτικά. Αρκεί να δει κανείς τι ακολουθεί: δημόσια αμφισβήτηση, απαξίωση, απώλεια εργασίας, ταμπέλες τύπου «παιδάκι που δεν ξέρει τι του γίνεται».
Σε χώρους όπως η νύχτα —όπου οι σχέσεις είναι συχνά άτυπες, οι ισορροπίες εύθραυστες και η εξουσία συγκεντρωμένη— η σιωπή δεν είναι πάντα επιλογή, είναι μηχανισμός επιβίωσης. Όταν η επαγγελματική σου πορεία εξαρτάται από «ονόματα», μαγαζιά και συμμαχίες, η καταγγελία δεν μοιάζει με δικαίωμα· μοιάζει με ρίσκο που μπορεί να σε βγάλει εκτός παιχνιδιού.
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι μόνο αν ένας νεαρός τραγουδιστής είπε την αλήθεια ή όχι. Είναι τι σημαίνει για οποιονδήποτε βρίσκεται σε ευάλωτη θέση να βλέπει ότι η δημόσια στήριξη πηγαίνει αυτόματα προς τον ισχυρό και ότι η επαγγελματική τιμωρία προηγείται της δικαστικής κρίσης. Όταν αυτό γίνεται κανονικότητα, τότε το μήνυμα προς τα θύματα —πραγματικά ή φερόμενα— είναι σαφές: «σκέψου το πολύ καλά πριν μιλήσεις».
Και αυτό, ανεξάρτητα από πρόσωπα και ονόματα, είναι κάτι που αφορά ολόκληρη την κοινωνία. Γιατί μια κοινωνία που θέλει οι καταγγελίες να κρίνονται ψύχραιμα και δίκαια, δεν μπορεί ταυτόχρονα να δείχνει ότι το τίμημα της φωνής είναι η επαγγελματική εξόντωση.