Το παράθυρο κι οι καθρέφτες είναι θολοί από την υγρασία, κι ενώ περιμένω να πάρει μπρος το καλοριφέρ μπας κι αποχωριστώ το ζεστό καμηλό μου παλτό, παράλληλα χαζεύω τους ραδιοφωνικούς σταθμούς προσπαθώντας ν’ αποφασίσω σε τι μουντ μουσικής είμαι κι απόψε. Είναι αυτή η αγαπημένη μου ώρα, που οι δρόμοι είναι σχετικά άδειοι και το μόνο που ίσως ακούγεται είναι τα -όσα είναι τέλος πάντων- αυτοκίνητα στην Αττική Οδό δίπλα μου, η γάτα μου που συνηθίζει ν’ ανεβαίνει στο παρμπρίζ και να νιαουρίζει μήπως ξεχάσω ότι μου το γρατζουνάει, άντε και δύο γείτονες που τη βρίσκουν σε κάποια πολυκατοικία. Εγώ πού πάω μες στη νύχτα;

Ο δρόμος μου με βγάζει στην Ηρακλείου και χαζεύω τις ήδη στολισμένες, χριστουγεννιάτικες βιτρίνες, νιώθοντας μια μελαγχολία που δεν τις χαζεύω μαζί σου. «Όταν οδηγείς, το μυαλό σου μόνο στην οδήγηση», μου λέει μια φωνή στο μυαλό μου. Αλλά δεν είναι τόσο εύκολο πάντα. Το θυμικό γυροφέρνει μια σκηνή ξανά και ξανά. «Για όσο κρατήσει», μου είπες, ένα βράδυ στο κατώφλι του σπιτιού μου, αλλά το φανταζόμουν πολύ περισσότερο. Είχα προσδοκίες. Απογοητεύτηκα. Καμιά φορά αναρωτιέμαι, άραγε, πώς και γιατί δημιουργούνται οι προσδοκίες. Ποιος τελικά τις δημιουργεί; Τις προκαλεί το μυαλό μας ή όντως η συμπεριφορά των άλλων; Δε θα κάτσω να πω «εσύ φταις, εσύ μου τις δημιούργησες» ή αντίστοιχα «εγώ φταίω, τις είχα από μόνη μου». Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο κι ας το έχω υπεραναλύσει στο μυαλό μου.

 

 

Δεν ήθελα ποτέ ημερομηνίες λήξης στα πράγματα, με φόβιζαν. Από την ημερομηνία λήξης κάποιου φαγητού, κάποιου φαρμάκου, κάποιου προϊόντος, ημερομηνία λήξης λογαριασμού, μέχρι ό,τι προθεσμία μπορείς να φανταστείς. Είναι τρομακτικό, δεν είναι; Να πρέπει να τελειώνουν κάποια πράγματα, προτού να είμαστε προετοιμασμένοι να τ’ αφήσουμε. Δεν είναι και κουραστικό όμως; Να κρατάς άμυνα, ο άλλος να καταφέρνει να σε κερδίσει, κι όταν πια αφεθείς πραγματικά, το πράγμα να παίρνει τον κατήφορο; Κι η απογοήτευση να φαίνεται αιώνια, και να περνάει πολύς χρόνος μέχρι ν’ αποφασίσεις να ξαναχτίσεις κάποια σχέση, στην οποία ζεις με τον φόβο ότι θα επαναληφθεί το ίδιο μοτίβο;

Δε με νοιάζει, ξέρεις, να μου λες ότι έχω χίλια δίκια σε κάτι, αλλά παρ’ όλα αυτά να μην έχεις το θάρρος να πεις μια συγγνώμη για κάποια άσχημη συμπεριφορά σου. Δε με πειράζει, που δεν μπορούσες ίσως ν’ αποδεχθείς τους φόβους μου για αρκετά πράγματα ή σου φαίνονται ακόμα κι ηλίθιοι. Δε μ’ ενδιαφέρει να θαυμάζεις το μυαλό μου, ούτε μ’ ενδιαφέρει να μου λες πόσο όμορφη ψυχή έχω, ούτε να μιλάς για τη δύναμή μου. Δε με συγκινούν οι όμορφες πράξεις που μπορεί να έκανες που έδειξαν ότι νοιάζεσαι για μένα, γιατί το αποτέλεσμα είναι που δείχνει τον σεβασμό, τελικά. Δε μ’ ενδιαφέρουν τα καλά ή κακά λόγια του κύκλου σου για μένα, ούτε τελικά έχει σημασία ότι μου λείπει αυτό που νόμιζα ότι είχαμε. Δε μ’ ενδιαφέρει τίποτα από όλα αυτά, τίποτα δεν έχει σημασία, τελικά.

Κι ενώ ξέρω ότι είμαι ένα τσακ πριν βγω Κηφισό και στο ράδιο παίζει το «δεν ξεχνιέσαι» του Καμπακάκη, αποφασίζω να πάρω τον δρόμο της επιστροφής. Γιατί η μόνη επιστροφή που πρέπει να κάνω, είναι αυτή για το σπίτι μου κι όχι σε σένα.

 

Συντάκτης: Κορίνα Γιούρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου