Το ρολόι προχωράει αργά, σχεδόν βασανιστικά, υπενθυμίζοντάς μου σε κάθε τικ-τακ που ηχεί στα αυτιά μου, την ταχύτητα με την οποία  απομακρύνομαι από σένα φεύγοντας απ’ τη ζωή σου.

Κοιτώ επίμονα τους δείκτες, λες και μπορώ με τη δύναμη του μυαλού μου να τους κάνω να σταματήσουν σ΄εκείνη ακριβώς την ώρα, το ανατρεπτικό εκείνο δευτερόλεπτο, προτού κάνεις κομμάτια τις επιθυμίες μου. Το κλάμα τρέχει με λυγμούς, η ανάσα κόβεται, οι σκέψεις μου πιέζονται, το κεφάλι μένει βαρύ.

«Τικ-τακ», ακούγεται μέσα στη σιωπή του χώρου. Ο χρόνος κυλάει και δεν μπορώ να τον σταματήσω. Βάζω ένα ποτό κι έρχεται αμέσως το δεύτερο, ενώ δεν αργεί και το τρίτο. Δε σταματά με τίποτα ο χρόνος. Ανοίγω την τηλεόραση με την ένταση στο τέρμα μόνο και μόνο για να μην το ακούω. Αλλά αυτό, εκεί, παίζει με το μυαλό μου. Δοκιμάζω να βάλω δυνατά το τραγούδι μας μπας και σε φέρω κοντά μου. Όμως, αυτό δε με αφήνει να σε κρατήσω, σε τραβάει και πάλι μακρυά. Κλαίω, μήπως το κάνω να με λυπηθεί, φωνάζω «γιατί» μήπως απαντήσει, αλλά εκείνο απτόητο συνεχίζει να χτυπά τόσο σταθερά με αυτόν τον απαίσιο τετριμμένο ήχο.

Δεν έχει νόημα να βγάλω την μπαταρία. Ξέρω πως προχωράει η ώρα έτσι κι αλλιώς αφού ο ήχος του έχει στοιχειώσει το μυαλό μου σαν την πιο τραγική μουσική που γράφτηκε ποτέ. Νομίζω δε θα αντέξω. Βάζω το παλτό μου και φεύγω βιαστικά απ’ το σπίτι μήπως και βρω λίγη γαλήνη. Τίποτα. «Τικ-τακ», ακούγεται συνέχεια μέσα στο μυαλό μου.

Γυρίζω άσκοπα στους δρόμους, τα μάτια μου είναι υγρά κι ο κόσμος με κοιτά περίεργα. Δε με νοιάζει, θέλω μόνο να πάψω να το ακούω. Αρχίζει να βρέχει. Δεν κρύβομαι. Μένω μέσα στη μέση του δρόμου σαν μια μικρή απέλπιδα προσπάθεια κάθαρσης. Τίποτα δεν πετυχαίνει, το ακούω ακόμα.

Συνεχίζω να περπατώ, έντονα, γρήγορα. Περνάω από τα στέκια μας και νομίζω πως μας βλέπω μέσα μαζί. «Τικ-τακ», για μία ακόμα φορά κι η σκέψη διαλύθηκε. Φτάνω στην πλατεία που πηγαίναμε τα βράδια, κάθομαι στο παγκάκι μας. Νομίζω πως μυρίζω το άρωμά σου. Κλείνω τα μάτια μου να αφεθώ ξανά στην αγκαλιά σου και σε ακούω να μου λες: «Δε θα σταματήσει ο χρόνος. Δε γίνεται να τελειώσει τίποτα», μα πάλι ακούγεται το ίδιο μονότονο «τίκ-τακ».

Πώς θα γλιτώσω; Δοκίμασα τα πάντα. Γυρίζω πίσω, φτάνω κάτω απ’ το σπίτι μου, πηγαίνω προς το αμάξι, μπαίνω μέσα, ανοίγω το ράδιο και βάζω μπροστά. Προσπαθώ να ξεφύγω, αλλά δεν μπορώ. Το ρολόι χτυπά ξανά και ξανά, πλέον αργά, πολύ αργά. Τι να σημαίνει όλο αυτό;

Η γειτονιά μού μοιάζει γνώριμη και σκουπίζω τα μάτια μου. Είμαι κοντά στο σπίτι σου. Η καρδιά μου χτυπά σαν τρελή, νομίζω θα ξεπηδήσει απ΄τη θέση της να σε φτάσει γρηγορότερα. Φοβάμαι μην αντικρίσω κάτι που δε θέλω, κάτι που δε θα αντέξω. Κάνω αναστροφή και φεύγω. «Τικ-τακ».

Σε παρακαλώ καν’ το να σταματήσει. Αν με αγάπησες έστω και λίγο, αν με νοιάστηκες, καν’ το να φύγει. Ανεβαίνω στο σπίτι. Ακούω το κινητό να χτυπάει και τρέχω νομίζοντας ότι είσαι εσύ, ότι θα δω πάλι το όνομά σου, τη φωτογραφία σου στην οθόνη. Όχι, δεν είσαι εσύ.

Παίρνω να χαζέψω το άλμπουμ που φτιάξαμε με τις πιο σημαντικές στιγμές μας. Το ανοίγω, αλλά δε βλέπω κάτι, όλα μου φαίνονται θολά. Πιάνω ξανά το κινητό πιο αποφασιστικά αυτή τη φορά, να σε πάρω τηλέφωνο, ν’ ακούσω τη φωνή σου. Η κλήση μου μένει αναπάντητη και βγαίνει ο τηλεφωνητής να λέει: «τικ-τακ». Δεν ωφελεί. Πετάω το τηλέφωνο να σπάσει, να διαλυθεί κάθε σύνδεση μαζί σου.

Ακούω το κουδούνι της πόρτας να χτυπά, τρέχω όπως-όπως ν’ ανοίξω, να σε δω, να πέσω στην αγκαλιά σου. Δεν είσαι εσύ. Είναι η κολλητή μου φίλη. Ανησύχησε, γιατί δεν απάντησα στην κλήση της. Με βοηθάει να ξαπλώσω. Της ζητάω να μείνει, να μου μιλά, μήπως εκείνη καταφέρει να διώξει αυτόν τον απαίσιο ήχο που υπάρχει απ΄το πρωί στη σκέψη μου. Με κρατά αγκαλιά, μου χαϊδεύει τα μαλλιά και με καθησυχάζει ότι όλα θα πάνε καλά.

«Πώς; Αφού δε σταματά. Δοκίμασα τα πάντα», της λέω.

«Αυτό είναι το νόημα» μου απαντά.

«Τι εννοείς;» τη ρωτώ.

«Όλα περνούν», μου λέει, «όσο ακούς αυτόν τον ήχο σημαίνει πως όλα αλλάζουν. Ο χρόνος προχωράει κι όλα γίνονται σιγά-σιγά αλλιώς», μου χαμογέλασε.

Έκλεισα τα μάτια μου. Έχει δίκιο, τώρα ακούω το ρολόι, αλλά δεν με ενοχλεί πια.  Όλα θα είναι καλύτερα αύριο. «Τικ-τακ».

 

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα