

Ανεκπλήρωτε έρωτα,
Πιθανόν οι περισσότεροι να έχουμε περάσει από τα μονοπάτια σου. Οπότε, σύσσωμοι αποφασίσαμε να σου πούμε τα παράπονά μας. Δεν είμαστε σίγουροι αν η αρχική προσκόμισή σου ως “ανεκπλήρωτος” είναι σωστή. Θα μπορούσες να είσαι τυφλός, κουφός ή απλά βλαμμένος. Διότι αυτή η επιστολή δεν αφορά απλά τις αγάπες που έμειναν ατελείωτες, αλλά τα άτομα που έστειλες στη ζωή μας και αγαπήσαμε με όλο μας το είναι και δεν το είδαν ή δεν το έμαθαν ποτέ. Είναι για αυτά τα πρόσωπα που πέρασαν, είδαν εμάς, αλλά ποτέ το μέσα μας. Γιατί αν το έβλεπαν ή αν έβλεπαν έστω και για λίγο τον εαυτό τους μέσα από τα δικά μας μάτια, θα καταλάβαιναν. Αν ένιωθαν για λίγο τον πόθο μας για αυτά, δε θα μας προσπερνούσαν ποτέ.
Μα αυτό δε συνέβη. Αντίθετα, συνέβησαν πολλές βραδιές που ζούσαμε με αγωνία για το αν είναι καλά, αν έφαγαν, αν ντύθηκαν ή αν πονάνε. Μία έγνοια που έμοιαζε σαν αυτή της μάνας για το παιδί της. Κι ήρθαν κι αυτές οι μέρες, που δεν ξέραμε αν γνωρίζουν την παρουσία μας, ή αν μας σκέφτονται έστω λίγο. Που σκορπίζαμε εδώ κι εκεί κι εκείνοι δεν αντιλήφθηκαν ποτέ πόσο νοιαζόμασταν.
Όμως κι εσύ, αγαπητέ ανεκπλήρωτε έρωτα, μας έκανες να αρκούμαστε με ψυχούλα. Κι αυτό δε θα στο συγχωρήσουμε ποτέ. Όπως και το ότι μας έμαθες να χαιρόμαστε απλά με ένα χαμόγελο, ένα χάδι, ένα μήνυμα. Γιατί μας άφησες να διψάμε για περισσότερα και η λαχτάρα μας ήταν μεγάλη· δε χορταίνεις μόνο με ψυχούλα. Κι εσύ, εν τέλει, αντί να μας χορτάσεις, άδειες αγκαλιές μας άφησες και όνειρα, πολλά όνειρα που δεν έγιναν κοινά ποτέ. Ενώ εμείς, ανόητοι, αφελείς, περιμέναμε πως απλά μία μέρα θα δουν, θα νιώσουν, αλλά δεν έγινε, γιατί δε γεννιέται έτσι η αμοιβαιότητα, όσο κι αν προσπαθήσεις να τη φέρεις. Οπότε μείναμε εμείς πίσω, με την ελπίδα, τις φαντασιώσεις και τα όνειρα που τα κρατήσαμε μόνο για τα μοναχικά βράδια που, με τον καιρό, έγιναν εφιάλτες.
Αυτό το “αν” πώς αποφάσισες να γίνει η αγαπημένη σου λέξη, αναρωτιόμαστε. Όπως και το τι θα γινόταν αν γινόσουν αγάπη, αν γινόσουν κοινή ζωή. Αν είχε μάθει, αν ήταν όλα ρόδινα. Ίσως τότε η ευτυχία να είχε ολοκληρωθεί, ίσως και όχι.
Σε έχουμε όμως κουράσει με όλα αυτά τα παράπονα. Γι’ αυτό θα θέλαμε να σε ευχαριστήσουμε και για κάτι. Μας έμαθες να δίνουμε. Να δίνουμε απλόχερα, χωρίς να περιμένουμε τίποτα πίσω. Μόνο και μόνο γιατί το θέλουμε. Γιατί έτσι νιώσαμε, κι ας μην κατέληξε η ιστορία μας στο τέλος που προσδοκούσαμε. Μας έμαθες να νιώθουμε κι αυτό είναι κάτι. ‘Οπως και, για να μη σε αδικούμε, μας έμαθες και την αγάπη προς τον εαυτό μας. Μας έμαθες τι αγάπη χρειαζόμαστε. Γιατί από τότε ξέρουμε ότι αυτό που νιώσαμε, αυτό που δώσαμε, αυτό θέλουμε κι εμείς. Κάποιον που, όταν θα κοιτάξουμε από τα δικά του μάτια, θα δούμε τον ίδιο θαυμασμό.
Αυτά λοιπόν τα κατορθώματά σου, ίσως έφυγαν και ξεχάστηκαν, ίσως πονάνε ακόμα, ίσως μας περιμένουν στη γωνία. Ξέρουμε πως ό,τι και να σου πούμε, εσύ θα κάνεις τα έργα σου. Εμείς θα τα περιμένουμε με ανυπομονησία.
Κλείνοντας, θα θέλαμε να σε ευχαριστήσουμε και να σε παρακαλέσουμε να μας πονάς λιγότερο. Ή και καθόλου αν γίνεται.