Ρωτώντας πας στην Πόλη αλλά μαθαίνεις και πράγματα που κανένα google ποτέ δε θα σου πει. Μυστικά μαντζούνια, ερωτήσεις κάπως άβολες ή αδιάκριτες, απορίες για τις μεγάλες ώρες, τιπς για τη δουλειά ή συνταγές ξεχασμένες, ό,τι δεν ήξερες ότι ήθελες να μάθεις, θα στο πουν τα μικρά μας ρεπορτάζ.

 

Αναφέρει η Αθανασία Κεχαγιά. 

2019, φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη. Ήθελα να ξενοικιάσω το σπίτι που έμενα. Η σπιτονοικοκυρά εμένε ακριβώς δίπλα μου! Κολλημένες οι πόρτες, κυριολεκτικά! Μου έχει βγάλει την πίστη 2 χρόνια, άνευ λόγου! Και μαλώνουμε για τους λογαριασμούς και πώς θα αφήσω το σπίτι και πού θα βρει αυτή τώρα ενοικιαστή και άλλα τέτοια! Η κολλητή μου έμενε 500 μέτρα μακριά και κανονίζουμε να μείνω σε αυτή και να αδειάσουμε το σπίτι! Και βλέπεις τώρα δύο 19χρονα να μπαίνουν κυριολεκτικά σαν κλέφτες -για να μην καταλάβει κάτι η άλλη- και να αδειάζουν ολόκληρο σπίτι με 5 δρομολόγια. Να κυκλοφορούμε στα στενά της Άνω Πόλης με τηλεόραση, σκούπα, βαλίτσες, σακούλες. Μας κοιτούσαν όλοι σαν χάνοι και είχαν δίκιο. Αξέχαστη εμπειρία.

 

Εξομολογείται η Κέλλυ Ιακωβίδου. 

Φλώρινα, 2002. Μέσα Γενάρη είχαμε γυρίσει από τοπικό μπουζουκομάγαζο και καθόμασταν στο πάρκο μπροστά από τα ΚΤΕΛ χωρίς μπουφάν με τα τιραντάκια τα λαμέ και τραγουδούσαμε. Θερμοκρασία πρέπει να ήταν -18 και είχε χιόνια γύρω γύρω. Ξεχνιέται αυτή η εμπειρία; Όσα χρόνια κι αν περάσουν θα τη θυμάμαι.

 

Μοιράζεται η Μαρία Παράσχου. 

Με την ξαδέρφη μου διακοπές στην πόλη καταγωγής μας. Παίρνουμε το αμάξι και πάμε για παρακολούθηση (προφανώς του ατόμου που της αρέσει). Βάζουμε κουκούλες, βράδυ, φτάνουμε έξω από το σπίτι, σβήνουμε φώτα και περιμένουμε να δούμε κινήσεις. Μετά από ώρα (αφού προφανώς ο άνθρωπος μάλλον είχε κοιμηθεί) έρχεται μπροστά μας ένα αμάξι και ανάβει τα φώτα. Κρυβόμαστε, σκύβουμε και καθόμαστε έτσι κανένα 10λεπτο. Εν τέλη γυρίσαμε σπίτι δίχως κανένα στοιχείο.

 

Παραθέτει η Μαρία Πακιακιό. 

Ήμουν φοιτήτρια στο 2ο έτος -αν θυμάμαι καλά. Ήμασταν μαζεμένα τα 6 κορίτσια που κάναμε παρέα στο σπιτι της μιας εξ’ αυτών. Για κάποιο λόγο μασκαρευτήκαμε με περούκες, μεγάλα γυαλιά κι ό,τι άλλο βρήκαμε εύκαιρο -εσώρουχα στο κεφάλι, κασκόλ και πολλά άλλα- κι αρχίσαμε να γυρίζουμε διάφορα βίντεο με τα οποία κλαίω ακόμα από τα γέλια κάθε φορά που τα βλέπω. Μάλιστα, ένα απ’ αυτά κυκλοφορεί στο youtube. Αφού χορτάσαμε βίντεο, αποφασίσαμε να βγούμε ακριβώς όπως ήμασταν ντυμένες και να κυκλοφορήσουμε στο κέντρο του Πειραιά με αμάξι αλλά και με τα πόδια. Δεν ήταν Απόκριες, βέβαια, οπότε δεν ήταν κάτι αναμενόμενο. Εμείς γελάσαμε πολύ κι όπως φάνηκε κι όσοι μας είδαν -και δεν ήταν και λίγοι.

 

Λέει η Σοφία Γουρνά.   

Ήμασταν γύρω στα 20, 4 φίλοι από το σχολείο, δυο κορίτσια, δύο αγόρια. Αποφασίζουμε να πάμε για μπάνιο σε μια παραλία που ήταν σε ανοικτό πέλαγος. Τα κύματα ήταν τεράστια, αλλά δεν πτοηθήκαμε -κακώς. Βουτήξαμε και πήγαμε στα βαθιά. Τα αγόρια μπόρεσαν να βγουν όταν θέλησαν, τα κορίτσια μείναμε πίσω να θαλασσοδερνόμαστε. Παλεύαμε να φτάσουμε στη στεριά, αλλά τα κύματα μάς πήγαιναν σε βράχια, με αποτέλεσμα να χτυπάμε σε κάθε προσπάθεια προσέγγισης. Μετά κόπων και βασάνων καταφέραμε να βγούμε, εξαντλημενες και με εκδορες παντού. Θυμάμαι τα πόδια μου ματωμένα. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που φοβήθηκα στη ζωή μου ότι θα πεθάνω. Ήταν τόση η απελπισία και η κούραση από την προσπάθεια.