Ρωτώντας πας στην Πόλη αλλά μαθαίνεις και πράγματα που κανένα google ποτέ δε θα σου πει. Μυστικά μαντζούνια, ερωτήσεις κάπως άβολες ή αδιάκριτες, απορίες για τις μεγάλες ώρες, τιπς για τη δουλειά ή συνταγές ξεχασμένες, ό,τι δεν ήξερες ότι ήθελες να μάθεις, θα στο πουν τα μικρά μας ρεπορτάζ.

Γράφει η Ρεβέκκα. 

Θυμάμαι ένα συμβάν πριν 15 χρόνια, τότε που ήμουν έγκυος στον γιο μου. Στη δουλειά περνούσαμε κάποια στοιχεία που άλλα ήταν καθαρογραμμένα κι άλλα χειρόγραφα με γράμματα γιατρού που ήθελες κώδικα για να μπορέσεις να τα αποκρυπτογραφήσεις. Μια συνάδελφος -επειδή τότε χρονομετρούσαν τη δουλειά μας- ερχόταν στο γραφείο μας και διάλεγε τα μηχανογραφημένα και στρωτά για να τελειώνει γρήγορα. Το προσέξαμε με τα κορίτσια και συμφωνήσαμε να αναλάβω εγώ όταν έρθει να της μιλήσω. Της μίλησα με τον καλύτερο μου τρόπο, το πήρε όμως στραβά και πήγε στο αφεντικό κλαίγοντας. Εγώ θεώρησα σωστό να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, του αφεντικού δεν του άρεσε και ανταλλάξαμε βαριές κουβέντες, με αποτέλεσμα εγώ να κλαίω και να έρθουν όλοι οι συνάδελφοι ανεξαιρέτως να με υπερασπιστούν και να πουν ότι συμφωνούν μαζί μου! Είχα όμως αναστατωθεί πολύ. Πήγα μετά στον γυναικολόγο μου και θυμωμένος μου είπε ότι θα μείνω μια βδομάδα στο σπίτι να ηρεμήσω και αν τολμούσε κάποιος να μου πει κάτι θα τον έπαιρνε τηλέφωνο προσωπικά να του πει πως μια έγκυο γυναίκα -ακόμα και άδικο να έχει- δεν την αναστατώνεις. Εννοείται είναι ένα αφεντικό που δε θέλω να βλέπω και που όταν έτυχε να τον πετύχω, απλώς γύρισα την πλάτη μου κι απομακρύνθηκα. Και, ναι, δεν το ξέχασα ποτέ και δεν αναστατώθηκα μόνο εγώ, αλλά και το παιδί μου -κι αυτό δεν του το έχω συγχωρέσει.

Μοιράζεται ο Φώτιος. 

Πριν αρκετά χρόνια, προϊστάμενος σε μία εταιρία, στην οποία είχα ξεκινήσει από πολύ χαμηλά, με εντολή της τότε διοίκησης έπρεπε να απολύσω δύο εργάτες. Με τον έναν μάλιστα, πριν λίγους μήνες κάναμε λίγη παρέα. Ήξερα ότι μόλις είχε αποκτήσει παιδί και είχε πάρει δάνειο από τράπεζα για το σπίτι του. Έκλαιγε μέσα στο γραφείο μου και γονατιστός (στην κυριολεξία) με παρακαλούσε να μην το κάνω και ότι του καταστρέφω τη ζωή του και την οικογένειά του. Δεν κρύβω ότι με είχαν πιάσει και εμένα τα κλάματα όσο έβλεπα τον πόνο του. Ήταν με διαφορά η πιο άσχημη στιγμή στην επαγγελματική μου καριέρα. Άλλωστε, ήταν και ο λόγος που μετά από μερικές ημέρες παραιτήθηκα!

Καταγράφει η Αγγελική. 

Πριν κάποια χρόνια δούλευα σε μια καφετέρια ως σερβιτόρα. Το μαγαζί δεν πήγαινε ιδιαίτερα καλά, είχε αρκετές νεκρές ώρες και το αποτέλεσμα ήταν εργοδότες με πολλά νεύρα. Ένα απόγευμα, γύρω στις 4-5, εγώ μαζεύω το ένα και μοναδικό τραπέζι που είχαμε στη βάρδια. Καφέδες, παγωτά, πιάτα με υπολείμματα σάντουιτς, γενικά ένας δίσκος γεμάτος και αμφιβόλου ισορροπίας. Πολιτική του μαγαζιού ήταν να μην ακουμπάμε τον δίσκο στο τραπέζι, όσα πράγματα κι αν είχαμε να πάρουμε. Οπότε κι εγώ σκέφτηκα να τον πάω στην κουζίνα και μετά να γυρίσω να φτιάξω τις καρέκλες (όχι ότι ήταν ανάστα ο Κύριος, η οικογένεια που έφυγε τις έφτιαξε όσο καλύτερα μπορούσε, απλώς μία ήθελε λίγο ίσιωμα). Τι το ‘θελα; Μέχρι να βγω πάλι έξω, ο εργοδότης είχε κατέβει να κάνει τον καθιερωμένο έλεγχο στο μαγαζί και είδε την καρέκλα. Έμαθα πολλούς Αγίους εκείνο το απόγευμα. Με έκανε σκουπίδι, άχρηστη με ανέβαζε, ηλίθια με κατέβαζε. Εγώ, μη μπορώντας να διαχειριστώ τις φωνές, βούρκωσα και εκείνος νευρίασε ακόμα περισσότερο. Όταν βρήκα το θάρρος και έφυγα από εκέι, δεν ξαναπήγα ούτε ως πελάτισσα. Ακόμα και σήμερα, αν τυχόν περάσω απ’ έξω δένεται κόμπος το στομάχι μου.

Εξομολογείται η Δέσποινα. 

Έναν ολόκληρο χρόνο κατάφερα να μείνω σε εκείνη τη δουλειά. Δούλευα στο λογιστήριο. Άλλες αρμοδιότητες είχαμε πει στη συνέντευξη ότι θα έχω και εν τελεί άλλες ανέλαβα. Σε αυτό που λένε ότι τα πράγματα φαίνονται από την αρχή, τελικά έχουν δίκιο. Η συνεργασία μου με τον μάνατζερ ήταν απαίσια. Είναι πολλά τα περιστατικά που θυμάμαι, αλλά το κορυφαίο συνέβη μια απλή καθημερινή. Ενώ είχαν ήδη  αποχωρήσει από το λογιστήριο δύο άτομα και είχαμε μείνει άλλα δύο, ο μάνατζερ φρόντισε να «μοιράσει» τις υποχρεώσεις των ατόμων που έφυγαν, με αποτέλεσμα τη δουλειά τους να την αναλάβω εγώ, εκτός ενός μικρού κομματιού που ανάλαβε η άλλη κοπέλα! Μέχρι εκείνη την ημέρα με είχε προσβάλει άπειρες φορές, είχε πει στον τότε οικονομικό διευθυντή ότι δεν έχω τις ικανότητες για το credit control και άλλα πολλά. Ξεκινάει, λοιπόν, και μου λέει ότι θα κάνω εισπράξεις και για την άλλη την εταιρεία που έχουμε (ενώ δύο μέρες πριν είχε πει ότι θα αναλάβω ελάχιστες περιπτώσεις εισπράξεων). Απαντάω, λοιπόν, πως αυτό που μου ζητάει δε γίνεται, αφενός γιατί άλλα είχαμε συμφωνήσει και αφετέρου γιατί είχα ήδη άπειρη δουλειά, και γυρνάει και μου απαντάει πως δεν κάνω και τίποτα στο οχτάωρο που πληρώνομαι για να λέω πως δεν προλαβαίνω (μόνο επιπλέον δουλειά άλλων δυο ατόμων). Το αποτέλεσμα; Πάω στον γενικό που είχαμε και του λέω πως ή παραιτούμαι ή κάτι πρέπει να γίνει με τη συμπεριφορά του συγκεκριμένου. Του μίλησε -ένας Θεός ξέρει τι του είπε, πάντως δε με υποστήριξε. Εκείνος άλλαξε για έναν μήνα και μετά ξανά τα ίδια. Κάθισα στο πόστο άλλους τρεις μήνες μετά από εκείνο το περιστατικό και εν τέλει έφυγα, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω μου.

Αναφέρει η Σταυρίνα. 

Έχω δύο εμπειρίες που θα ήθελα να μοιραστώ. Πριν από χρόνια, δούλευα σε μια καφετέρια σαν μπαρίστα και σερβιτόρα ταυτόχρονα, την περίοδο εκείνη που έφευγε το καλοκαίρι και έμπαινε δειλά δειλά το φθινόπωρο. Το μαγαζί ήταν άδειο, με εξαίρεση δύο τραπέζια. Μεγάλες τζαμαρίες και όλες ανοιχτές, ρούχα καλοκαιρινά, το κρύο είχε αρχίσει για τα καλά. Πήγα, λοιπόν, να φορέσω τη ζακέτα μου και να πάρω παραγγελία. Με είδε ο εργοδότης μου και με φώναξε να πάω από το τραπέζι του. Μου έβαλε τις φωνές και μου είπε να πάω να βγάλω τη ζακέτα, τόσο που ακουγόταν σε όλο το μαγαζί. Όταν τον ρώτησα ευγενικά τον λόγο, μου είπε ότι δεν ταιριάζει με τον χώρο (μια απλή μαύρη ζακέτα ήταν) και πως οι πελάτες «πρέπει να βλέπουν». Του είπα ότι δεν υπάρχει κάτι να δουν και συνέχισα τη βάρδια μου. 20 λεπτά αργότερα, έχοντας έναν κύριο εξαιρετικό στην μπάρα και ενώ είχα ηρεμήσει, έρχεται οργισμένος και φωνάζει κυριολεκτικά μια ανάσα από το πρόσωπό μου «θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ»! Έβγαλα την ποδιά μου, του παρέδωσα τα κλειδιά και έφυγα χωρίς λέξη. Έκλαιγα στη διαδρομή και για άλλες δύο μέρες από την πίεση και την ένταση που μου προκάλεσε. Η δεύτερη είναι σχετικά πρόσφατη. Πριν έναν χρόνο δούλευα σε ένα καφέ. Όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά. Με τον εργοδότη μου μιλούσαμε στον ενικό και συνεργαζόμασταν μήνες. Κάποια στιγμή το μαγαζί ξεκίνησε να μην πηγαίνει τόσο καλά, γιατί είχε θέμα με τον καφέ και όσο και να του το έλεγα ότι παραπονιούνται οι πελάτες δε με άκουγε. Ήμουν μόνη μου από το πρωί ως το βράδυ και μαζί με όλα όσα έπρεπε να κάνω δεν μπορούσα να του πω και τι να κάνει με το μαγαζί του. Οπότε δεν ασχολήθηκα. Ξεκίνησε από μικρές λέξεις και κατέληξε κυριολεκτικά να με βρίζει, να με σπρώχνει, μέχρι και μελανιά στο χέρι μού έκανε. Εγώ είχα ανάγκη τη δουλειά, αλλά παθαίνοντας κρίσεις πανικού δεν άντεχα την ένταση. Πήγα, λοιπόν, για δουλειά μια από εκείνες τις μέρες και προς το τέλος της βάρδιας μου είπε «βγάλε λίγο τα β…ζια σου να έρθει κανένας, μην κάθεσαι έτσι σαν ζώο», κάνοντάς μου μια χειρονομία απρεπή. Βγήκα από τα όριά μου, άρχισα να φωνάζω και του είπα ότι θα πάρω την αστυνομία. Τελείωσε η βάρδια μου και φεύγοντας απλώς με απέλυσε, ενώ έλεγε σε γνωστούς και πελάτες ότι έκανα ζημιά στο μαγαζί και ύστερα μου έστειλε και τις ζημιές που υποτίθεται είχα κάνει (οι οποίες προϋπήρχαν). Αυτό ήταν. Δε επέλεξα ξανά από τότε την εστίαση. Μετά από 10 χρόνια στην εστίαση, από μικρό παιδί, σιχάθηκα.

Παραθέτει η Φωτεινή. 

Πριν 5 χρόνια δούλευα σε fast food, ώσπου μια μέρα με έπιασε ένας πόνος στην κοιλιά. Ζήτησα να φύγω, γιατί δεν ένιωθα καλά. Μου είπε ο μάνατζερ να κάτσω λίγο έξω μήπως μου περάσει και εγώ το χαζό γύρισα στη βάρδια κανονικά. Μετά από λίγη ώρα είπα ότι δεν μπορούσα άλλο και ένιωθα ανακούφιση μόνο αν έγερνα προς το πάτωμα. Εν τέλει ήταν σκωληκοειδίτιδα. Το βράδυ έκανα εγχείρηση και -αν έχετε τον Θεό σας- έλεγα ότι την Πέμπτη δουλεύω και ρωτούσα αν θα έχω βγει και αν θα καταφέρω να πάω. Έμαθα από κολλητό του διευθυντή ότι επειδή ήταν Πάσχα δε με πίστεψαν ποτέ (εννοείται πως πήγα χαρτιά). Ακόμα το θυμάμαι και απορώ με τους ανθρώπους.