Ρωτώντας πας στην Πόλη αλλά μαθαίνεις και πράγματα που κανένα google ποτέ δε θα σου πει. Μυστικά μαντζούνια, ερωτήσεις κάπως άβολες ή αδιάκριτες, απορίες για τις μεγάλες ώρες, τιπς για τη δουλειά ή συνταγές ξεχασμένες, ό,τι δεν ήξερες ότι ήθελες να μάθεις, θα στο πουν τα μικρά μας ρεπορτάζ.

 

Γράφει η Αθανασία Κεχαγιά. (#Πάλι_τα_ίδια)

Οι γονείς μου μένουν οι δυο τους πλέον. H μητέρα μου έχει ενταχθεί αρκετά στον κόσμο της τεχνολογίας -όσο μπορεί, βέβαια. Ο πατέρας μου από την άλλη, δεν το ‘χει καθόλου, δεν τον νοιάζει κιόλας να μάθει, οπότε όταν είναι μόνος σπίτι δυσκολεύεται πάρα πολύ και είμαι η αμέσως επόμενη λύση. Τηλεφωνεί συνήθως όταν χρειάζεται κάτι σχετικά με την τηλεόραση. Δεν έχει smartphone, έχει ένα από εκείνα τα παλιά τηλέφωνα με τα κουμπάκια. Η πρώτη ερώτηση πάντα είναι «μ’ ακούς;» Έπειτα, ακολουθεί ο συνηθισμένος διάλογος. Αν είμαι καλά και πώς περνάω. Και μετά, η κύρια ερώτηση του τηλεφωνήματος «παιδί μου, πώς δουλεύει αυτό το μαραφέτι που παίζει τα κανάλια; Η τηλεόραση έχει χιόνια». Και ακολουθεί ολόκληρο διδακτικό σεμινάριο -αφιλοκερδώς πάντα- για το πώς να συνδέσει την τηλεόραση με το ρούτερ του Cosmote tv. «Παιδί μου, δεν καταλαβαίνω». «Ρε μπαμπά, τα έχουμε ξανά πει». Ξανά, ξανά και ξανά. «Ααα παιδάκι μου, παίζει, παίζει, σε ευχαριστώ πολύ. Είσαι η καλύτερη και ο μπαμπάς είναι περήφανος. Σ’ αγαπώ». Τέλος κλήσης, πριν καν ακούσει τον χαιρετισμό μου.

 

Περιγράφει η Αλίκη Μουσμούλα. (#Ό,τι_θέλω_κι_αν_θέλω)

Η πρώτη ερώτηση που θα μου κάνει ο μπαμπάς μόλις πάρει τηλέφωνο είναι «πότε θα έρθεις;», με μια φωνή που υποδηλώνει «πονάει κάθε κύτταρό μου όταν είσαι μακριά». Λες και μένω να πούμε στην Αυστραλία… Θεσσαλονίκη είμαι. Κι ακολουθεί μια σειρά ερωτήσεων που συνοψίζονται λίγο-πολύ στο αν έφαγα, τι έφαγα, αν θα βγω (πάλι), αν ψώνισα κάτι (πάλι). Αφού ολοκληρωθούν τα βασικά, ρουφιανεύει τους άλλους στο σπίτι και με διατάζει να προσέχω. Σταθερές αξίες χρόνια τώρα. Τι να κάνουμε όμως που τον μπαμπά τον αγαπάμε και χατίρι δεν μπορούμε να χαλάσουμε!

 

 

Εξομολογείται η Ταρασία Γεωργιάδου. (#Εν_διελεύσει)

Ο μπαμπάς εδώ και 13 χρόνια είναι χήρος. Έμεινε μόνος, μόλις στα 59 του χρόνια, όταν «έφυγε» η μαμά μου. Ζούμε πλέον δίπλα και όπως καταλαβαίνετε έχω ένα ακόμη «μικρό παιδί». Επέλεξε να μην ξαναφτιάξει τη ζωή του, αλλά παραμένει ένας πολύ ωραίος άντρας και έχει επιτυχίες στο γυναικείο φύλο. Εκτελώ χρέη συμβουλάτορα στα εκάστοτε προξενιά που τυγχάνουν, δίνω στιλιστικές συμβουλές, γίνομαι συνοδός σε κοινωνικές εκδηλώσεις και τον εκπαιδεύω στα social media -καθώς έχει ενεργό προφίλ στο Facebook και στα 66 του πήρε πτυχίο Η/Υ. Στην τελευταία μας κλήση έπρεπε να του εξηγήσω πώς βγάζουμε selfie και πώς κάνουμε βιντεοκλήση στο viber. Επίσης, ο μπαμπάς λατρεύει τα ταξίδια αλλά κάποιες φορές ξεχνάει να με ενημερώσει ότι φεύγει, με αποτέλεσμα να τον ψάχνω και να ακούω μια φωνή μια φωνή στο τηλέφωνο να λέει «μην ανησυχείς, είμαι τριήμερο στη Βουλγαρία με φίλους». Του συγχωρώ τα πάντα όμως, καθώς είναι εξαίρετος μάγειρας και με σώζει από την ασιτία μου. Μπαμπά, αν το διαβάσεις «σ’ αγαπώ».

 

Αναφέρει η Κέλλυ Ιακωβίδου. (#Υψηλές_σκέψεις)

Μέχρι λίγο καιρό πριν φύγει από τη ζωή ο πατέρας μου, με έπαιρνε τηλέφωνο για να με ρωτήσει τα αποτελέσματα στο Πάμε Στοίχημα. Το πιο απρόσμενο και συγκλονιστικό τηλεφώνημά του ήταν το 2003, μετά το δυστύχημα με τους μαθητές στα Τέμπη. Ήμουν στο ΚΤΕΛ καθοδόν για Φλώρινα. Λίγο πριν παρκάρει ο οδηγός, χτύπησε το τηλέφωνο. «Είσαι καλά; Είσαι ακόμα στο λεωφορείο;». Του απάντησα ότι φτάνω και μου είπε «Μόλις σβήσει η μηχανή να πάρεις τηλέφωνο αμέσως». Τον κάλεσα σε πέντε λεπτά, μόλις πήρα τη βαλίτσα, και θυμάμαι ότι άρχισαν να χτυπάνε τα κινητά όλων μας. Επίσης, σε πιο ευχάριστη διάθεση, χιουμοριστικό ήταν το δικό μου τηλέφωνο από το αεροδρόμιο που ήρθα ξαφνικά γιατί είχαν σπάσει τα νερά της αδερφής μου. Τον πήρα γιατί ήταν καρδιακός, μη με δει μπροστά του και πάθει τίποτα και η απάντησή του ήταν επική. «Μια που θα έρθεις, εδώ πιο κάτω είναι ένα μαγαζί που έχει ωραίο κοτοσουβλάκι. Δε μου φέρνεις ένα χωρίς πατάτες τώρα που λείπει η μάνα σου;».

 

Μοιράζεται η Αργυρώ. 

Με τους γονείς μου μένουμε ακόμα στο ίδιο σπίτι και με τον πατέρα μου έχουμε πολύ καλή σχέση. Αυτό σημαίνει πως ακόμα κι όταν λείπω στη δουλειά, θα με πάρει κάπου 2-3 φορές τηλέφωνο γιατί κάτι θυμήθηκε. Ο συχνότερος λόγος όμως που μιλάμε είναι γιατί χάνει πράγματα μέσα στο σπίτι. Ή μάλλον δε θυμάται πού ακριβώς τα αφήνει και όταν εγώ τα τακτοποιώ στη θέση τους -που προφανώς ο ίδιος δεν έχει ιδέα ποια είναι η θέση τους στο σπίτι-, καταλήγει να τα χάνει. Με παίρνει, λοιπόν, με ύφος θιγμένο να με ρωτήσει που καταχώνιασα πάλι αυτό που εδώ και ώρα δεν μπορεί να βρει, την ίδια στιγμή που εγώ ξέρω πως απλώς το συμμάζεψα, γιατί δεν άντεχε ο ψυχαναγκασμός μου να το βλέπει παρατημένο στο σημείο που το είχε αφήσει. Δε λέω, πλάκα έχουμε, αλλά από κάποια στιγμή και μετά κάτι πρέπει να γίνει, γιατί έχει καταντήσει κουραστικό.