Τι σου έρχεται στο μυαλό όταν ακούς τη λέξη «πένθος»; Πιθανόν, η πρώτη σκέψη να πηγαίνει σε κάποια απώλεια που μπορεί να έχεις βιώσει. Ίσως να σκέφτεσαι το βάρος και τον πόνο που φέρει το να χάσεις κάποιον αγαπημένο. Υπάρχουν, όμως, και μορφές πένθους που δεν αφορούν τον θάνατο. Είναι πιο σιωπηλές, πιο εσωτερικές και σχετίζονται με την απώλεια του οικείου, του γνώριμου.

Ένα τέτοιο πένθος βιώνουμε σχεδόν όλοι στην ενήλικη ζωή. Όταν ανακαλύπτουμε την ατελή φύση των γονιών μας, όταν η πανίσχυρη και μεγαλειώδης εικόνα τους γίνεται θρύψαλα και η πραγματικότητα έρχεται στο φως.

Για την ακρίβεια, ένα τέτοιο πένθος χρειάζεται να το βιώσουμε, για να κάνουμε μια αναθεώρηση και της δικής μας ταυτότητας, να αφήσουμε πλέον πίσω μας οτιδήποτε δεν είναι δικό μας. Γιατί όσο και να απολαμβάνουμε, ως παιδιά, οι γονείς μας να μοιάζουν με άτρωτοι θεοί, όσο μεγαλώνουμε η σκέψη αυτή μας πνίγει. Μας θυμίζει συνεχώς τις δικές μας αδυναμίες βάζοντας μας σε έναν αέναο κύκλο σύγκρισης και ενοχής.

Πόσο δύσκολο είναι αυτό όμως; Να αποτινάξουμε μια παλιά ιδέα και εικόνα που είχαμε για τα πρώτα και πιο σημαντικά πρόσωπα της ζωής μας και να δούμε την αλήθεια; Να βγάλουμε τους «ροζ» φακούς και να αντικρίσουμε όλο το φάσμα των χρωμάτων της πραγματικότητας; Η απάντηση είναι: Πιο πολύ απ’ όσο μπορούμε να φανταστούμε.

Η δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι στην παιδική ηλικία βλέπαμε τους γονείς μας με διαφορετικά μάτια. Εκείνοι ήταν η πρώτη μας επαφή με τον κόσμο, μέσα από αυτούς συλλέξαμε τις πρώτες μας πληροφορίες, πήραμε τα πρώτα μας ερεθίσματα, νιώσαμε τι θα πει ασφάλεια και αγάπη. Και μέσα στο μυαλό μας φτιάξαμε μια εικόνα διαφορετική απ’ την αληθινή. Τους φορέσαμε κάπες, στέμματα, μαγικά ραβδιά και χρυσόσκονη. Τους φανταστήκαμε ως τους ήρωες του δικού μας παραμυθιού. Παντοδύναμους, γενναίους, ξεχωριστούς, ιδιοφυείς, χωρίς ούτε ψήγμα ατέλειας. Έτσι ήθελε η παιδική μας ψυχή να τους πλάσει, με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να επιβιώσει και να νιώσει ασφαλής.

Και κάπου εκεί, στην εφηβεία, ξεκίνησαν τα δύσκολα. Ήρθε η πρώτη ρήξη στη μεταξύ μας σχέση. Άλλωστε αν στην εφηβεία δεν αμφισβητήσουμε τους γονείς μας και δεν τους εναντιωθούμε πότε θα το κάνουμε; Και πάλι, όμως, η σύγκρουση αυτή δεν ήταν παρά μια προσπάθεια να δείξουμε ότι μεγαλώσαμε, ότι μπορούμε κι εμείς όπως κι εκείνοι. Τους αμφισβητήσαμε, για να μπορέσουμε να νιώσουμε ανεξάρτητοι, επαρκείς. Μέσα μας, όμως, ακόμη τους είχαμε στο βάθρο τους και ίσως αυτό μας θύμωνε- ο αγώνας που είχαμε μπροστά μας για να τους φτάσουμε.

Η πραγματική αποκαθήλωση έρχεται αργότερα. Όταν πλέον είμαστε ενήλικες κι αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά τα πράγματα. Οι καθημερινές μας εμπειρίες, οι συγκρούσεις, οι ευθύνες και οι αποστάσεις από το πατρικό σπίτι, μας αναγκάζουν να δούμε τους γονείς έξω από τον προστατευμένο παιδικό φακό. Η απομυθοποίηση πια δεν είναι μια επαναστατική εφηβική αντίδραση, αλλά μια ψύχραιμη και ώριμη αποδοχή της αλήθειας. Η δική μας θέση σε συνδυασμό με τη σταδιακή φθορά των γονιών μας, μας φέρνουν βίαια αντιμέτωπους με αυτή. Η κάπα και το στέμμα θρυμματίζονται και τώρα όλα είναι ξεκάθαρα. Οι γονείς μας είναι άνθρωποι, σαν όλους εκεί έξω. Κλαίνε, πονάνε, κουβαλάνε τραύματα. Έχουν κάνει πολλά λάθη. Δεν τα ξέρουν όλα, δεν έχουν απαντήσεις για όλα. Λένε και χαζομάρες μερικές φορές. Είναι το ίδιο ευάλωτοι με εμάς.

Το παιδί μέσα μας κλαίει απαρηγόρητα. Πώς θα ξανά νιώσει ασφάλεια; Πώς θα ξανά πιστέψει σε οτιδήποτε όταν οι ίδιοι που τον έφεραν στον κόσμο δεν είναι τελικά αυτό που νόμιζε; Αισθάνεται μόνο, απροστάτευτο, εξαπατημένο. Και κάπου εκεί γεννιέται ένα βαθύ πένθος. Όχι για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, αλλά για την απώλεια μιας ολόκληρης πίστης. Πενθούμε το ιδανικό, το τέλειο. Πενθούμε την προσδοκία που είχαμε στο μυαλό μας. Η διαδικασία αυτή είναι κάθε άλλο παρά εύκολη. Χάνουμε κάτι που πιστεύαμε θεμέλιο της ύπαρξής μας: την ασφάλεια που έδινε η φαντασίωση ενός αλάνθαστου γονιού.

Τα συναισθήματα που αναβλύζουν όταν έρχεται αυτή συνειδητοποίηση είναι τόσο έντονα που μοιάζουν αρκετά με τα στάδια του πραγματικού πένθους. Στην αρχή νιώθουμε άρνηση. Δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι οι γονείς μας είναι κάτι άλλο από αυτό που ξέραμε. Αμυνόμαστε σθεναρά προκειμένου να προστατευθούμε. Στην πορεία, όμως, όλος αυτός ο εσωτερικευμένος θυμός ξεσπάει τελικά, είτε προς εκείνους είτε προς εμάς τους ίδιους. Και επειδή ο θυμός είναι μεγάλος και δύσκολος να τον σηκώσουμε ακολουθεί η διαπραγμάτευση. Μια απέλπιδα προσπάθεια να δικαιολογήσουμε καταστάσεις, να ξανά κολλήσουμε το ραγισμένο πρότυπο. Και όταν νιώσουμε ότι αυτό είναι αδύνατον, έρχεται μια βαθιά θλίψη. Θλίψη για όσα χάθηκαν, για όσα πιστεύαμε και αποδείχθηκαν ψέματα.

Αργά ή γρήγορα, βέβαια, έρχεται η αποδοχή. Η αναγνώριση ότι οι γονείς μας ναι είναι ατελείς. Τίποτα λιγότερο – τίποτα περισσότερο. Και ίσως χρειάζεται να τους δούμε καθαρά πλέον, να τους δώσουμε συγχώρεση. Όχι με τη θρησκευτική έννοια του όρου, αλλά με την καθαρά εσωτερική: Να κάνουμε χώρο μέσα μας, ώστε να τους αποδεχθούμε για αυτό που είναι. Να τους αγαπήσουμε με όλα τους τα ελαττώματα. Μόνο έτσι θα καταφέρουμε να αποδεχθούμε ολοκληρωτικά και τον ίδιο μας τον εαυτό.

Κι έτσι να μετατρέψουμε το πένθος σε μια «δεύτερη γέννηση». Γιατί μέσα από αυτό μπορούμε να γίνουμε πια ελεύθεροι, χωρίς ουτοπικές εξιδανικεύσεις για τον κόσμο και τον εαυτό μας. Να απεμπλακούμε από ένα μεγάλο βάρος και να επιτρέψουμε σε εκείνους, αλλά κυρίως σε εμάς τους ίδιους να μην είμαστε τέλειοι. Και αυτό να είναι απλά εντάξει.

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Παπαθανασίου