Πολύ συχνά πιάνουμε τον εαυτό μας να μη θυμάται καταστάσεις που συνέβησαν πριν μερικά λεπτά, ή πράγματα προγραμματισμένα, τα οποία αν δε γίνουν, θα υπάρξει σημαντική επίπτωση, ή ακόμα κι υποσχέσεις μας που καλό θα ήταν να εφαρμοστούν. Ωστόσο και για πράγματα λιγότερο καίρια, παρατηρείται μια ανησυχία κάθε φορά που κάποιος ξεχνάει κάτι, λες κι ήρθε η συντέλεια του κόσμου.

Η μνήμη αποτελεί δεξαμενή εμπειριών, αναμνήσεων και γνώσεων, τα οποία συλλέγονται σε όλο το φάσμα της ζωής μας. Είναι η ένδειξη της συνεχούς εξέλιξής μας. Μαζί μ’ αυτή ωριμάζουμε κι αντιλαμβανόμαστε καλύτερα τα ερεθίσματα που λαμβάνουμε καθημερινά από τη συναναστροφή με κάθε στοιχείο κι οργανισμό του περιβάλλοντός μας. Ωστόσο, είναι αδύνατο να διατηρούνται στη μνήμη μας όλα τα ερεθίσματα κι αυτό συμβαίνει, είτε λόγω της αποτυχίας στην καταγραφή μιας πληροφορίας ή στην όχι και τόσο προσεκτική αποθήκευσή της, ή κι από την παρεμβολή διαφορετικών πληροφοριών που αλλοιώνουν την αρχική και κρίσιμη.

Μάλιστα, μπορεί να σας φανεί παράξενο, αλλά αρκετοί ψυχολόγοι εκφράζουν ότι είναι σημαντικό το γεγονός ότι ξεχνάμε, διότι αν θυμόμασταν τα πάντα, οι προβληματισμοί που αντιμετωπίζαμε θα ήταν οι ίδιοι, δε θα καλλιεργούνταν ωριμότητα μέσα μας -δηλαδή δε θ’ αλλάζαμε άποψη πάνω σε γεγονότα ή δε θα είχαμε βρει τρόπους για να προχωράμε- αφού το μυαλό μας θα κωδικοποιούσε το αποτέλεσμα μιας αντίδρασης, θεωρώντας το τη μόνη «ορθή» σκέψη.

Επίσης, η μνήμη μπορεί να συγκρατήσει νέες καταστάσεις που βιώνουμε ακριβώς γιατί μας προκαλούν νέα συναισθήματα και συνεπώς νέες σκέψεις. Με νοητικές διεργασίες «μαθαίνουμε» στο μυαλό μας ν’ αντιλαμβάνεται το συγκεκριμένο γεγονός με απώτερο σκοπό να το οικειοποιηθεί, ή αλλιώς να προσαρμοστεί σ’ αυτό. Όταν η προσαρμογή τελειοποιηθεί κι επέλθει η εμπειρία, ο τίτλος «νέο γεγονός» θα μετονομαστεί σε «γνώση». Έτσι, αυτό που πλέον θα συγκρατήσει το μυαλό μας θα είναι η τελική γνώση.

Αντί λοιπόν να τις θυμόμαστε όλες, παραμένουν όσες αναμνήσεις δημιουργούν αλλαγές. Γίνεται αναφορά στις στιγμές που βιώνουμε έντονη χαρά κι ενθουσιασμό ή έντονο πόνο κι άγχος. Η συναισθηματική μας κατάσταση έχει σπουδαίο ρόλο σε οποιαδήποτε κατάσταση, διότι -πέρα από τις γνώσεις- είναι αυτή που μας επιφέρει τη νοητική ωρίμανση, βάζει το μυαλό μας σ’ επεξεργασία νέων διεργασιών, ενεργοποιούμε τους ψυχολογικούς μηχανισμούς μας ώστε να διαχειριστούμε τα έντονα συναισθήματα, να κατανοήσουμε την πραγματική αξία ενός γεγονότος, καθώς και ν’ αντιληφθούμε ποιοι είμαστε.

Σε μια αντίθετη εκδοχή, υπάρχει περίπτωση η πληθώρα αρνητικών συναισθημάτων να προκαλέσει σ’ έναν άνθρωπο, ακόμα και στιγμιαία, αμνησία. Αυτό αφορά κυρίως στους ανθρώπους που έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες, οι οποίες κατέχουν τόσο μεγάλο αρνητικό φορτίο που στοιχειώνει το μυαλό και σταδιακά το απενεργοποιεί προσκολλώντας το στο τραυματικό γεγονός. Είναι μια κατάσταση η οποία δεν είναι εύκολο να διακοπεί, διότι κάτω απ’ αυτήν τ’ αρνητικά συναισθήματα μπλοκάρουν κάθε είδους διαφορετική σκέψη.

Το ίδιο συμβαίνει με τα γεγονότα που συμβαίνουν στην καθημερινότητά μας. Η καθημερινότητα, επειδή αποτελεί μια ρουτίνα, είναι γαντζωμένη στη συγκεκριμένη ροή που ακολουθεί το μυαλό μας κατά την έναρξη της κάθε ημέρας. Αν, όμως, επέλθει μια αλλαγή-παρεμβολή σ’ αυτή, υπάρχει περίπτωση να μην καταφέρουμε να την απομνημονεύσουμε.

Ακόμα, καθώς ο άνθρωπος μεγαλώνει, αποκτά όλο και περισσότερες ευθύνες, προκαλείται σ’ αυτόν περισσότερο άγχος και στρες, τα οποία φορτίζουν αρνητικά τη μνήμη και την εξασθενούν. Επίσης, με τη μεγάλη συσσώρευση γνώσης κι εμπειριών, ο νους δεν έχει τη δυνατότητα ν’ ανακαλέσει όλ’ αυτά τα στοιχεία. Έτσι, ξεχωρίζει τα πιο χρήσιμα στοιχεία γι’ αυτόν.

Με δυο λόγια, η συναισθηματική φόρτιση κι η κακή ψυχική υγεία παίζουν ρόλο στο πόσο συχνά ξεχνάμε και τι. Κι ίσως, χωρίς να το ξέρουμε, να είναι αυτός ο λόγος που μας είναι σημαντικό να θυμόμαστε. Γιατί ενδόμυχα, ίσως αυτό να σημαίνει πως νιώθουμε καλά με το παρελθόν μας.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Άρτεμη Σαπουντζόγλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου